Ποια η επόμενη μέρα μετά την άρση του lockdown; Πως θα είναι η ζωή μας μέχρι να βρεθεί το εμβόλιο κατά του Covid-19;

Οικογενειακός γιατρός, γιατρός Εργασίας και Σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αναλαμβάνουν τον καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο της πανδημίας, μετά την άρση του γενικού lockdown.

Η Ισαβέλλα Μαργάρα, μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Παθολόγων του Λονδίνου, μιλά για την επόμενη μέρα στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και τη συνύπαρξη με τον φονικό ιό.

Ο νέος κορονοϊός, ο άγνωστος μέχρι πρότινος ιός, που χαρακτηρίστηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως «εχθρός της ανθρωπότητας», έχει εξαπλωθεί σε περισσότερες από 190 χώρες κι έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 270.000 ανθρώπους, σύμφωνα με τα επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία. Στη μάχη για την καταπολέμησή του έχουν ριχτεί εκατοντάδες επιστήμονες ανά τον κόσμο, ενώ συνεχείς είναι οι εργαστηριακές έρευνες που διεξάγονται για την ανάπτυξη του κατάλληλου εμβολίου.

Όσο η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα κάνει αυτόν τον αγώνα δρόμου, πληγείσες και μη κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα κρίσιμο ερώτημα: πώς πορευόμαστε μέχρι να ανακαλυφθεί ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της COVID-19;

Συζώντας με έναν φονικό ιό

«Μέχρι να βρεθεί εμβόλιο κατά του νέου κορονοϊού, οι κοινωνίες θα συμπορευθούμε μαζί του. Υπάρχει φυσικά και η πιθανότητα να μην βρεθεί αποτελεσματικό εμβόλιο, οπότε και πάλι θα κληθούμε να συνυπάρξουμε», λέει στο Sputnik, η Ισαβέλλα Μαργάρα, ιατρός παθολόγος, μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Παθολόγων του Λονδίνου (MRCP, UK).

«Τα lockdown, μακροπρόθεσμα, δεν είναι βιώσιμα, ούτε για την κοινωνική ζωή, ούτε για την οικονομική δραστηριότητα της κάθε χώρας. Οπότε, οι άνθρωποι θα επανέλθουμε σταδιακά στις ζωές μας».

Πώς θα πετύχουμε αυτή την πολυπόθητη επαναφορά;

«Θα χρειαστεί να γίνει με μια επίγνωση της ευθραυστότητας της κατάστασης και αυτό να μεταφράζεται σε μια αίσθηση συλλογικής ευθύνης. Τα πιο αποτελεσματικά μέτρα, μακράν όλων των άλλων, είναι τα μέτρα απλής υγιεινής.

Σε ατομικό επίπεδο, θα πρέπει να έχουμε αυξημένη επαγρύπνηση στο να τα τηρούμε, κουβαλώντας μαζί μας χαρτομάντιλα, πλένοντας τα χέρια μας, αποφεύγοντας ασπασμούς και εναγκαλισμούς στο άμεσο μέλλον. Και φυσικά, να μην υποτιμάμε καθόλου τα συμπτώματα ενός κρυολογήματος μέσα στον χώρο δουλειάς μας.

Σε επίπεδο υπηρεσιών δημόσιας υγείας, θα υπάρχει συνεχής παρακολούθηση του ρυθμού μετάδοσης του ιού μέσα στον πληθυσμό.

Tα τεστ για τον ιό και η διαδικασία της ιχνηλάτησης επαφών θα γίνουν μέρος της ζωής μας. Σε περίπτωση που ο ρυθμός μετάδοσης αρχίσει να αυξάνει εκ νέου επικίνδυνα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η αναγκαιότητα επαναφοράς κάποιων μέτρων που να αποθαρρύνουν την κοινωνική επαφή μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Αυτά τα μέτρα τύπου καραντίνας είναι τα δεύτερα πιο αποτελεσματικά, μετά τα μέτρα ατομικής υγιεινής, ωστόσο η χρήση τους χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι σαφές ότι μπορούν εν δυνάμει να δημιουργήσουν μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα από αυτά που καλούνται να αντιμετωπίσουν».

Πώς θωρακίζεται μια χώρα έναντι ενός ιού που αποτελεί μόνιμη απειλή, ελλείψει θεραπείας;

«Μια χώρα θωρακίζεται στον βαθμό που ενισχύει το δημόσιο σύστημα υγείας της, για το οποίο εξασφαλίζει άνευ όρων πρόσβαση σε όλους τους κατοίκους της. Η ύπαρξη Οικογενειακού Γιατρού και η υλικοτεχνική στελέχωση, ειδικά των πρωτοβάθμιων κέντρων υγείας, είναι καθοριστικής σημασίας. Αυτό ισχύει για όλα τα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του κορονοϊού. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η κύρια ελπίδα για τον έλεγχο της πανδημίας στο άμεσο μέλλον δεν είναι το εμβόλιο, αλλά η γρήγορη ανίχνευση από τους οικογενειακούς γιατρούς στα σπίτια των κρουσμάτων.

Επίσης, καθοριστικό ρόλο θα μπορούσε να παίξει κι η ύπαρξη Γιατρών Εργασίας μέσα στους χώρους δουλειάς, που θα έθεταν και θα έλεγχαν την υλοποίηση ενός ασφαλούς πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων για τους εργαζόμενούς τους. Ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις που έχουν σήμερα γιατρό εργασίας κι ακόμα λιγότερες αυτές που λειτουργούν με όρους πραγματικής προστασίας των υπαλλήλων τους.

Σε νοσοκομειακό επίπεδο, χρειάζεται έλεγχος ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων (τομέας όπου στην Ελλάδα έχουμε σοβαρό πρόβλημα), πολλαπλασιασμός των μονάδων εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), γενναίες προσλήψεις νοσηλευτών κι εκπαίδευση μεγαλύτερου μέρους γιατρών στην εντατικολογία – γιατί είναι προφανές ότι δεν αρκεί να πολλαπλασιάσεις τους αναπνευστήρες αν δεν έχεις ανθρώπους να τους θέσουν σε λειτουργία. Αλλά στην κλίμακα ιεράρχησης αναγκών, η πρωτοβάθμια υγεία είναι αυτή που πρέπει να πάρει τη μερίδα του λέοντος και να ενισχυθεί άμεσα. Από κει θα έρθει κι η συνεχής εκπαίδευση του πληθυσμού στα μέτρα πρόληψης και στην αγωγή υγείας. Αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ όλα τα υπόλοιπα».

Υπάρχει «plan B» αν δε βρεθεί εμβόλιο;

Υπάρχουν ιοί, όπως ο HIV, για τους οποίους εξακολουθούμε να μην έχουμε εμβόλια. Πού στρέφεται η επιστήμη σε αυτή την περίπτωση;

«Η επιστήμη οφείλει πρώτα απ’ όλα να λειτουργεί προληπτικά. Το ζήτημα με την πρόληψη είναι ότι κοστίζει στο κράτος και δεν αποφέρει κέρδος στις φαρμακευτικές εταιρείες, οπότε η λογική της συχνά υποτιμάται. Άρα, ξαναλέμε πως το βασικό είναι η αγωγή υγείας, τα μέτρα ατομικής προστασίας, οι γιατροί στην κοινότητα, οι γιατροί εργασίας, οι επισκέπτες υγείας.

Από κει και πέρα, σε επίπεδο θεραπείας, τρέχουν πολλές μελέτες για ανάπτυξη αντιϊικών φαρμάκων και χρειάζονται χρόνο για να ολοκληρωθούν και να δώσουν αξιόπιστα συμπεράσματα. Εκεί χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς ανακοινώνονται διαρκώς τον τελευταίο καιρό με δελτία τύπου ”ελπιδοφόρα” αποτελέσματα από φαρμακευτικές εταιρείες. Πολλά από αυτά δεν τεκμηριώνονται στη συνέχεια από τις μελέτες, ωστόσο, οι εταιρείες δράττονται της ευκαιρίας να κάνουν διαφήμιση και να αυξήσουν εν τω μεταξύ την τιμή των μετοχών τους και το κεφάλαιό τους.

Η παραγωγή αντιϊικών φαρμάκων είναι δύσκολη, καθώς οι ιοί έχουν μεγάλη ικανότητα προσαρμογής και μετάλλαξης, και άρα ανάπτυξης αντοχής σε φάρμακα και εμβόλια.

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο που να έχει σαφώς αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα. Η νοσοκομειακή θεραπεία περιλαμβάνει την υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών του ασθενή, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, αλλά και την εμπειρική χορήγηση φαρμάκων, των οποίων τη δράση γνωρίζουμε από άλλα νοσήματα. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι όσο περισσότερο μελετάμε τον ιό και κερδίζουμε χρόνο έναντί του, τόσο θα αυξάνονται κι οι πιθανότητες ανεύρεσης μιας αποτελεσματικής θεραπείας».

(Από sputniknews – φωτο:Eurokinissi)

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί