Μία δεκαετία άνετης ελληνικής επικράτησης – Η αλήθεια για τα F-35

Τι ακριβώς πρέπει να γίνει

Υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα ως προς την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, τα οποία συνιστούν από μόνα τους, πολύ σοβαρό εμπόδιο για την επανείσοδο της Τουρκίας στο πρόγραμμα των συγκεκριμένων μαχητικών αεροσκαφών.

Το πρώτο από αυτά είναι η αυτή καθ’ εαυτή αποβολή της από το πρόγραμμα των F-35 από την Κυβέρνηση Τραμπ έναν μήνα σχεδόν μετά την άφιξη των S-400 στην Τουρκία. Από μόνη της αυτή η κίνηση προκαλεί σοβαρό πρόβλημα στους Τούρκους αφού:

·         Τα πρώτα 6 F-35 που έχουν πληρωθεί και κατασκευαστεί για την Τουρκία, δεσμεύτηκαν από τις ΗΠΑ και έχουν μπεί σε αποθήκευση επ αόριστον, καθώς η γείτονα τα έχει πληρώσει και υπάρχει νομικό και οικονομικό ζήτημα για χρησιμοποίησή τους από τη USAF.

·         Τα επόμενα 8 F-35 μεταβιβάστηκαν, με αγορά τους, στη USAF με νόμο του Κογκρέσου, οπότε πλέον αποτελούν μεταχειρισμένα συστήματα της USAF.

·         Εκκένωση των θέσεων παραγωγής που κατελάμβανε η Τουρκία και τοποθέτηση άλλων πελατών του μαχητικού σε αυτές. Ο κορωνοϊός δημιούργησε επιπλέον πίεση στη γραμμή παραγωγής και η αποβολή της Τουρκίας “βόλεψε” τη Lockheed.

·         Η συμμετοχή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στο πρόγραμμα θα τερματιστεί το 2022 οπότε και λήγουν τα συμβόλαια της Lockheed Martin με αυτήν και επομένως θα σταματήσει η παραγωγή στην Τουρκία.

Το δεύτερο πρόβλημα για την Τουρκία είναι η επιβολή των κυρώσεων που προβλέπει η CAATSA ( Countering America’s Adversaries Though Sanctions), με το Κογκρέσο να ψηφίζει υπέρ της επιβολής τους με μία τρομερά μεγάλη πλειοψηφία, η οποία δηλώνει και τη δυσαρέσκεια όλων των πολιτικών σχεδόν δυνάμεων των ΗΠΑ προς την Τουρκία, για τις επιλογές της.

Η επιλογή του Κογκρέσου ήταν να μην επιβάλλει όλες τις κυρώσεις που προβλέπονταν, αλλά επέβαλλαν μάλλον αυτές που θα πονέσουν το στρατιωτικό τομέα της γείτονος περισσότερο καθώς επιβλήθηκαν κυρώσεις στην αρμόδια υπηρεσία της Τουρκικής Κυβέρνησης ( επιπέδου Υπουργείου) που είναι αρμόδιο για την Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία και  σε πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτήν. Όλα τα συμβόλαια των τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών περνούν από την κρατική αυτή υπηρεσία έτσι ώστε να εκδίδονται οι άδειες εξαγωγής των συστημάτων, υποσυστημάτων και άλλων παρελκόμενων που χρειάζονται στην παραγωγική τους διαδικασία, έτσι ώστε να μειώνεται το κόστος και ο χρόνος απόκτησής τους.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι για να πραγματοποιηθεί μία επαναφορά της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 χρειάζεται εκτός της άρσης της αποβολής της από το πρόγραμμα και η άρση των κυρώσεων. Η λογική ότι τα δύο μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα δεν ισχύει, αφού οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να άρουν πρώτα τις κυρώσεις της CAATSA και αφού περάσει ένα διάστημα “δοκιμής”, αρκετά μεγάλο μάλλον, να επανέλθουν , εφόσον φυσικά έχουν ξεφορτωθεί τους S-400.

Η προσπάθεια των Τούρκων να πετύχουν την επανείσοδό τους στο πρόγραμμα μέσω του lobbying, επενδύοντας στον τομέα περί τις 720 χιλ. δολάρια, δεν αποτελεί κάτι πρωτόγνωρο. Δεν λησμονείται το γεγονός ότι προ της επιβολής των κυρώσεων της CAATSA, το Τουρκικό Κράτος επένδυσε περί τα 5 εκ. δολάρια μέσα σε ένα χρόνο σε lobbying, για να αποφύγει τις κυρώσεις αυτές, πράγμα στο οποίο απέτυχε προφανώς ( πλην ίσως της βουλευτού Ιλχάν Ορχάν που είναι ταγμένη στο όνειρο της μουσουλμανικής κυριαρχίας Τουρκίας-Πακιστάν). Παρ’ όλα αυτά διατηρούν μία επαφή με το φιλοτουρκικό κοινό τους εντός Κογκρέσου με το lobbying αυτό παρά περιμένουν να πετύχουν κάποιο αποτέλεσμα.

Η Ελλάδα βρέθηκε σε μία απροσδόκητα καλή θέση απέναντι στην Τουρκική Αεροπορία μετά την αποβολή της από το πρόγραμμα των F-35 και  την επιβολή των κυρώσεων της CAATSA αφού μπορεί πλέον με άνεση να αποκτήσει σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας για τη δεκαετία που μας έρχεται, τόσο με την αναβάθμιση των F-16 V, την προμήθεια των Rafale ( που πρέπει να επεκταθεί σε μία Μοίρα ακόμα), όσο και με την προμήθεια νέων όπλων για τα F-16 και συμπληρώσεις όπλων της “γαλλικής Πτέρυγας Μάχης”.

Η Ελλάδα έχει λοιπόν μεγάλο συμφέρον να επιδιώξει να διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση στις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις, επενδύοντας στην διατήρηση της αποβολής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 αλλά και της διατήρησης των κυρώσεων που προβλέπει η CAATSA. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο με τη χρησιμοποίηση διπλωματικών μέσων, της Ομογένειας αλλά και κάποιου lobbying καθώς αυτός ο τρόπος είναι αποδεκτός αν και με κάποιο κόστος.

Για να διατηρήσει η Πολεμική Αεροπορία σαφή ποιοτική υπεροχή στον αέρα ( αριθμητικά αυτό δε γίνεται ) οι Τούρκοι δεν πρέπει να επανέλθουν στο πρόγραμμα των F-35 και αυτό δεν πρέπει να παρανοείται. Η προμήθεια από την Τουρκία 100 νέων μαχητικών σε διάστημα λιγότερο της δεκαετίας εκ των οποίων 14-16 θα τοποθετούνταν στο ελικοπτεροφόρο Anadolu,  θα δημιουργούσε πολύ μεγάλο πονοκέφαλο στην Πολεμική Αεροπορία, ειδικά αν η τελευταία δεν προχωρούσε στην αγορά των Rafale, τα οποία έχουν αποδείξει την αξία τους επί μακρόν. Τα F-35 μπορεί να είναι αεροσκάφη με προβλήματα, τα οποία και ανεβάζουν το κόστος κτήσης τους συν τοις άλλοις, αλλά, με τη γείτονα να προμηθεύεται αριθμό 100 μαχητικών του τύπου, η Πολεμική Αεροπορία θα χρειαζόταν επιπλέον υπερβάσεις για να κρατήσει μία ισορροπία, αφού τα παλαιότερα εκ των μαχητικών της Αεροπορίας δε θα μπορούσαν να τα αντιμετωπίσουν.

Αν η Τουρκία εισερχόταν πάλι στο πρόγραμμα αύριο, θεωρητικά πάντα, θα λάμβανε επί τόπου τα 6 μαχητικά, τα οποία έχουν αποθηκευτεί και τα οποία έχουν πληρώσει, αλλά θα έμπαινε στη σειρά παραγωγής πολύ αργότερα, μετά το 2028 αφού πλέον υπάρχουν επιπλέον πελάτες και η σειρά τηρείται ευλαβικά από τη Lockheed η οποία είναι δεσμευμένη με συμβόλαια ως προς τις υποχρεώσεις της. Μία καθυστέρηση μίας τέτοιας απόφασης θα σήμαινε ότι οι Τούρκοι θα έμπαιναν πάλι στο πρόγραμμα πάρα πολύ αργά ενώ καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Πολεμική Αεροπορία θα απολαμβάνει την υπεροχή της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτή τη στιγμή οι επιλογές της Τουρκικής Αεροπορίας είναι περιορισμένες με τα μόνα πιθανά αεροσκάφη τα οποία θα μπορούσε να προμηθευτεί να είναι τα EF-2000 και τα Grippen, με τα δεύτερα να μην αντέχουν τον ανταγωνισμό με τα ελληνικά Rafale ενώ τα πρώτα δεν είναι σίγουρη η Κοινοπραξία ότι θέλει να τα δώσει στους Τούρκους από τη στιγμή που υπάρχει θέμα με τους S-400.

Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι αυτή τη στιγμή η Πολεμική Αεροπορία ουσιαστικά δεν καίγεται για τα F-35, καθώς ο αντίπαλος δε θα ενισχυθεί καθόλου την επόμενη 4ετία. Πιθανή προμήθεια μαχητικών F-35 τώρα από την Ελλάδα μπορεί να ξεκλείδωνε το πρόγραμμα για την Τουρκία από την πίσω πόρτα με μία ηπιότερη αντιμετώπιση του ζητήματος των S-400 από τις ΗΠΑ. Από τη στιγμή που η Πολεμική Αεροπορία θα έχει την ποιοτική υπεροχή έναντι της Τουρκικής έως και τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, η δεύτερη Μοίρα Rafale είναι αναγκαία, όχι μόνο επιχειρησιακά αλλά και από πλευράς συνολικής επένδυσης. Τα F-35 τουλάχιστον μέχρι το 2027 δεν είναι απαραίτητα και δε χρειάζεται να επενδυθούν χρήματα γι αυτό τον σκοπό άμεσα. Αν η Αεροπορία συνεχίσει να θέλει το μαχητικό, τότε να εκτελεστούν οι απαραίτητες διεργασίες από το 2024 και μετά, ώστε να αποδώσει η γραμμή παραγωγής μαχητικών αεροσκαφών για την Ελλάδα το 2028-90 που έδειχναν και οι αρχικές προβλέψεις της Lockheed.

Η επένδυση λοιπόν από πλευράς Ελλάδας στη διατήρηση της παρούσας κατάστασης ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ είναι μείζονος σημασίας για τη διατήρηση της μεγάλης υπεροχής που θα απολαμβάνει η Πολεμική Αεροπορία με την έλευση των F-16 V και των Rafale, πράγμα που της εξασφαλίζει τουλάχιστον μία δεκαετία άνετης κυριαρχίας εκτός απροόπτου. Χρειάζεται όμως  να προσπαθήσουμε και εμείς στο να γίνει ακόμα πιο δύσκολο το παιχνίδι για τον αντίπαλο.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί