25 Μαΐου 1834: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται σε θάνατο (ΒΙΝΤΕΟ)

Μια από τις μελανές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας είναι και η σύλληψη,φυλάκιση και δίκη του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του ήρωα της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Θύμα των εγχώριων παθών και των παρεμβάσεων των ξένων δυνάμεων στα Ελληνικά πράγματα, ο Κολοκοτρώνης υπέστη την ταπείνωση και την πίκρα που επέβαλαν οι ίντριγκες και οι ξένοι παράγοντες, που […]

Μια από τις μελανές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας είναι και η σύλληψη,φυλάκιση και δίκη του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του ήρωα της Ελληνικής επανάστασης του 1821.

Θύμα των εγχώριων παθών και των παρεμβάσεων των ξένων δυνάμεων στα Ελληνικά πράγματα, ο Κολοκοτρώνης υπέστη την ταπείνωση και την πίκρα που επέβαλαν οι ίντριγκες και οι ξένοι παράγοντες, που δεν ήθελαν να δουν την Ελλάδα ισχυρἠ μετά την απελευθέρωσή της.

Εκείνη την εποχή βασιλικά καθήκοντα στην Ελλάδα ασκούσε μια πενταμελής επιτροπή-η αντιβασιλεία- η οποία αποτελούνταν από τον κόμη Αρμανσμπέργκ τον καθηγητή Μάουερ τον υποστράτηγο Χάιντεκ και μέλη τους ‘Αμπελ και Γκρένερ έως ότου ο Όθωνας στεφθεί βασιλιάς.

Οι «προστάτιδες δυνάμεις» ήθελαν να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα με πρωτοπόρο την Αγγλία που ήθελε να εξαφανίσει την Ρωσική και τη Γαλλική επιρροή.

Έτσι συμμάχησε πρόσκαιρα με τη Γαλλία προκειμένου να εξαφανίσει τη Ρωσική επιρροή που ήταν και η πιο ισχυρή, αφού την εκπροσωπούσαν οι δυναμικότεροι Έλληνες στρατιωτικοί ηγέτες με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Τότε σχεδιάστηκε η πλεκτάνη που οδήγησε στην φυλάκιση και τη δίκη του οπλαρχηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Τον Απρίλιο του 1833 η αντιβασιλεία όρισε το υπουργικό συμβούλιο το οποίο αποτελούνταν από τον Σπ.Τρικούπη τον Αλ. Μαυροκορδάτο τον Ι.Κωλέτη τον Γ.Ψύλλα και τον Γ.Πραϊδη με το ρωσικό κόμμα να μην έχει κανένα εκπρόσωπο, αφού αποκλείστηκαν όλοι οι ισχυροί άνδρες του καποδιστριακού κόμματος και δεν δόθηκε στον Κολοκοτρώνη η αρχιστρατηγία.

Όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στην αντιβασιλεία και φρόντιζε εντέχνως να μην υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και την επιβίωση άλλων κομμάτων.

Το Φεβρουάριο του 1833 ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας εκφράζοντας την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της αντιβασιλείας, ενώ την ίδια περίοδο “οι Ναπαίοι” το ρωσικό κόμμα κυκλοφορούσε προς υπογραφή ένα κείμενο απευθυνόμενο προς τον Τσάρο με το οποίο ζητούσε να αναλάβει καθήκοντα άμεσα ο ‘Οθωνας και την ανάκληση της αντιβασιλείας.

Αυτές οι δύο ενέργειες αποτέλεσαν την αιτία της “συνωμοσίας” και μερικές εβδομάδες αργότερα διετάχθει η σύλληψη των ρωσόφρονων οπλαρχηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Φρατζή, Κίτσου Τζαβέλλα, Γεναίου Κολοκοτρώνη, Σπυρομήλιου,Γρίβα και άλλων στρατιωτικών που ήταν γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα και τον Κολοκοτρώνη.

Οι συλλήψεις έγιναν με απόλυτη μυστικότητα, η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου του 1834 στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου και ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.

Από το στάδιο της προανάκρισης και μόνο φάνηκε ότι η δίκη ήταν κατασκευασμένη με ψευδομάρτυρες και ο ίδιος παρουσιάστηκε από την αρχή απόλυτα πεπεισμένος για την ενοχή του γέρου του Μοριά.

Οι κατηγορίες βαρύτατες “επί εσχάτη προδοσία” καμία όμως από αυτές δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί παρουσιάστηκαν με στολή απλή καπετάνιου, χωρίς παράσημα. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο και όταν ο Γέρος ρωτήθηκε «τι επάγγελμα έχεις;» και εκείνος έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός, κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το τουφέκι και πολεμάω για την πατρίδα» ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του μεγάλου στρατηγού.

Επί είκοσι ημέρες κατά τη διάρκεια του δικαστηρίου παρέλασαν 44 ψευδομάρτυρες κατηγορίας.

Αφού απολογήθηκαν οι Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας και άλλοι στρατηγοί, η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα. Στην αίθουσα του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές σκηνές με τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη να δίνουν μάχη όμως δεν επηρέασαν τους τρεις εξαγορασμένους δικαστές.

Οι δύο δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης αρνούνται να υπογράψουν την απόφαση και οι χωροφύλακες δια της βίας χτυπώντας τους και σκίζοντας τους τα ρούχα, τους ανέβασαν στην έδρα για να ανακοινώσουν την απόφαση,τότε ο Τερτσέτης φώναξε «το σώμα μου μπορείτε να το κάμετε ότι θέλετε το στοχασμό μου όμως και τη συνέιδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε«.

Δυστυχώς η απόφαση του δικαστηρίου έγινε δεκτή χωρίς την έκρηξη της λαϊκής οργής που θα περίμενε κανείς. ‘Ένα φαινόμενο πραγματικά πολύ περίεργο, είναι άξιο προσοχής και επιδέχεται πολλές ερμηνείες.

Με πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -Διήγησις Συμβάντων Ελληνικής Φυλής , Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους εκδοτική Αθηνών 1977, ΓΕΣ βιβλίο ταξίαρχου Γ.Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα.

Η δίκη του Κολοκοτρώνη – Όλη η ιστορική απολογία

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.

Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;

Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;

Εξήντα τέσσερων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;

Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;

Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;

Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;

Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;

Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;

Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;

Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;

Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;

Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;

Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;

Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;

Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;

Ναι, είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;

Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;

Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;

Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;

Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;

Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;

Τούτο δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.

Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».

Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.

verianet/ onalert / photo eurokinissi

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί