Στις 23 Ιουνίου 2025, στην Πέτρινη Αποθήκη του ΟΛΠ στον Πειραιά, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για έναν ειδικό κλάδο της ελληνικής ναυτιλίας, με τη διοργάνωση του 1ου Συνεδρίου της Ελληνικής Ένωσης Πλοιοκτητών Ρυμουλκών, Ναυαγοσωστικών, Αντιρρυπαντικών και Πλοίων Υποστήριξης Υπεράκτιων Εγκαταστάσεων.
Η προοπτική και η φιλοδοξία είναι το συνέδριο να αποτελέσει θεσμό διαλόγου και προτάσεων γύρω από κρίσιμα και εξειδικευμένα ζητήματα ασφάλειας, προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ρυμουλκών Ναυαγοσωστικών πλοίων, Παύλος Ξηραδάκης, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις προκλήσεις, τις ελλείψεις, αλλά και τις προοπτικές που διανοίγονται για έναν τομέα απολύτως στρατηγικό για τη χώρα.
Ακολουθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο Παύλος Ξηραδάκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Πάρη Τσιριγώτη.
-Κύριε Ξηραδάκη, γιατί κρίνατε αναγκαία τη διοργάνωση αυτού του συνεδρίου;
Σκοπός του συνεδρίου είναι να αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο και την ουσιαστική συνεισφορά των ρυμουλκών, των ναυαγοσωστικών και των αντιρρυπαντικών πλοίων καθώς και των πλοίων υποστήριξης υπεράκτιων εγκαταστάσεων για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής, την προστασία των πλοίων και των περιουσιών στην θάλασσα, την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, την απρόσκοπτη λειτουργία των ελληνικών λιμανιών και των υπεράκτιων εγκαταστάσεων.
Στόχος μας είναι να καταδείξουμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κλάδου μας, να εντοπίσουμε τα ισχυρά του σημεία, να καταγράψουμε τις αδυναμίες του και, τελικά, να προσφέρουμε ένα διαρκές βήμα καλόπιστου διαλόγου μέσω του οποίου θα παρακολουθούμε την εξέλιξή του, θα τονίζουμε την πρόοδό του, θα συζητάμε τα προβλήματά του και θα αξιολογούμε τη συνεισφορά του στην ασφάλεια και την βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας μας.
Για το λόγο αυτό, στο πρώτο συνέδριο έχουμε καλέσει και θα συμμετάσχουν κορυφαίοι επαγγελματίες του χώρου που είναι σε θέση να παρουσιάσουν με απόλυτη εγκυρότητα το εθνικό και διεθνές γίγνεσθαι σε όλους τους τομείς της δικής τους εξειδίκευσης, να προσφέρουν την εμπειρία τους και να δώσουν τις τεκμηριωμένες προτάσεις τους.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να ακουστεί δυνατά η φωνή ενός κλάδου που επί χρόνια προσφέρει σιωπηλά – αλλά ουσιαστικά – στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και στη λειτουργικότητα των ελληνικών λιμανιών αποτελώντας σημαντικούς θεματοφύλακες της ασφάλειας σε αυτά. Τα ρυμουλκά πλοία είναι οι αθέατοι φρουροί εθνικά κρίσιμων ζωτικών χώρων, όπως τα λιμάνια. Εξασφαλίζουν ότι πλοία κολοσσοί, με τεράστιες απαιτήσεις χειρισμού, θα προσεγγίσουν και θα αποπλεύσουν με απόλυτη ασφάλεια για τα ίδια τα πλοία, για τα πληρώματά τους, για τις λιμενικές εγκαταστάσεις, για το θαλάσσιο περιβάλλον. «Η ασφάλεια δεν είναι πολυτέλεια, είναι αυτονόητη ανάγκη» αναφέρει.
Η απαρχαιωμένη εικόνα των ρυμουλκών που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα λιμάνια χωρίς πλαίσιο απαιτήσεων και όρων ασφαλείας, έχει πλέον φτάσει στο τέλος της. Με αφορμή και με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο, η εικόνα του κλάδου αλλάζει δραστικά. Νέα σύγχρονα ρυμουλκά πλοία, πολύ πιο ικανά και αποτελεσματικά, πιο ασφαλή, βρίσκονται ήδη στα ελληνικά λιμάνια, αφήνοντας διάχυτη μια αισιοδοξία ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει οριστικά σελίδα στον τομέα των ρυμουλκήσεων και, σε λίγο, δεν θα υπολείπεται σε ποιότητα και ασφάλεια σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Αν συγκρίνει κανείς την εικόνα του 2019 και του 2025, θα βγάλει αβίαστα τα συμπεράσματα που σας ανέφερα προηγουμένως. 44 σύγχρονα ρυμουλκά, περίπου το ένα τρίτο του ενεργού στόλου, γράφτηκαν ήδη στο ελληνικό νηολόγιο την τελευταία διετία! Και έπεται σημαντική συνέχεια μέχρι την πλήρη αναμόρφωση του κλάδου μας.
Θα μου επιτραπεί όμως να υπογραμμίσω ότι δεν εφησυχάζουμε με αυτές τις πραγματικά θετικές εξελίξεις.
Εκτός από την εικόνα μας και τη συνεχή βελτίωση στην ουσιαστική προσφορά μας για ασφαλείς ρυμουλκικές υπηρεσίες, επιθυμούμε αυτή η μεταστροφή του κλάδου να γίνει με βάση τις επιταγές των καιρών μας για την πράσινη μετάβαση, προς όφελος της εθνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, και με δεδομένο ότι ο φυσικός χώρος επαγγελματικής δραστηριοποίησης των ρυμουλκών είναι τα λιμάνια, χρειάζεται να αναφερθούμε και σε αυτά, επισημαίνοντας, κατ΄ αρχήν, ότι τα βήματα προόδου και ανάπτυξης πρέπει να είναι παράλληλα μεταξύ αυτών και κάθε χρήστη των λιμένων.
Τα ελληνικά λιμάνια παρουσιάζουν σαφώς μια συνεχώς εντεινόμενη δραστηριότητα τόσο σε επιβάτες όσο και σε εμπορεύματα. Ωστόσο, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, η λειτουργία τους δεν συμβαδίζει με την βελτίωση και την αναμόρφωση των υποδομών τους με αποτέλεσμα ολοένα και μεγαλύτερα πλοία να εξυπηρετούνται σε λιμάνια κατασκευαστικών προτύπων και απαιτήσεων περασμένων δεκαετιών.
Για παράδειγμα, τα περισσότερα λιμάνια δεν διαθέτουν καν δίκτυο πυρόσβεσης.
Σκοπός μας και αταλάντευτος γνώμονας των δράσεών μας ήταν και παραμένει διαρκώς η ασφάλεια των ρυμουλκήσεων στα λιμάνια. Αυτή δεν πρέπει να εξαντλείται στη συμμόρφωση με μια θεσμική υποχρέωση, αλλά πρέπει να καταστεί βίωμα και συνείδηση κάθε φορέα που δραστηριοποιείται στα λιμάνια. Εξάλλου, οι εργασίες των ρυμουλκών υπερβαίνουν το στενό χαρακτήρα των λιμενικών υπηρεσιών και αναδεικνύονται σε κρίσιμους παράγοντες εξασφάλισης της αλυσίδας θαλασσίων μεταφορών, κάθε διατάραξη της οποίας μπορεί να επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για όσους εμπλέκονται στις μεταφορές αλλά και στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Δείτε, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα από τα πρόσφατα ναυτικά ατυχήματα στο λιμάνι της Βαλτιμόρης και στο τουρκικό λιμάνι του Eyvap και πως αυτά έχουν επηρεάσει τα ίδια τα λιμάνια αλλά και τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες. Υπό την έννοια αυτή, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε ότι τα ρυμουλκά σαφώς επιτελούν και σημαντικό κοινωνικό έργο.
-Υπάρχει έντονος προβληματισμός για την έλλειψη ναυαγοσωστικών πλοίων. Πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα;
Είναι πράγματι κρίσιμο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με την δεύτερη μεγαλύτερη ακτογραμμή παγκοσμίως, με πολύ μεγάλο όγκο φορτίων να διακινούνται καθημερινά στα ελληνικά λιμάνια και τις ελληνικές θάλασσες, και με ένα ευαίσθητο θαλάσσιο περιβάλλον πάνω στο οποίο λειτουργούν και από το οποίο εξαρτώνται άμεσα οι δυο βασικοί πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, ο τουρισμός και η ναυτιλία. Και όμως, για πάνω από μια δεκαετία, δεν διαθέταμε ούτε ένα επαγγελματικό ναυαγοσωστικό πλοίο.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ρυμουλκών Ναυαγοσωστικών πλοίων σημειώνει ότι σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες, το αληθινό διακύβευμα είναι τόσο μεγάλο και τόσο ισχυρό που δεν θα πρέπει να αφήνει κανέναν, Πολιτεία και φορείς, αδιάφορους ή έστω αμελείς όσον αφορά στον αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισής του.
«Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε ευκαιριακές λύσεις, όπως αυτές που μπορούν να προσφέρουν τα ρυμουλκά ή τα αλιευτικά ή οποιοδήποτε άλλο πλοίο μπορεί να προστρέξει σε ένα ναυτικό ατύχημα. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στην καλή μας τύχη. Η επιθαλάσσια αρωγή, ως εξ΄ ορισμού σύνθετη δράση, είναι ένα πλαίσιο ενεργειών που πρέπει να οργανώνονται με τρόπο που να μπορούν να πραγματοποιηθούν οργανωμένα και συντονισμένα. Δεν είναι δράσεις προληπτικές ενός ατυχήματος, αλλά δράσεις κυρίως προληπτικές για την αποφυγή των συνεπειών του. Δεν είναι απλά και μόνο μια προστασία ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά και εκπλήρωση του μέγιστου χρέους της Πολιτείας να εξασφαλίζει την προστασία των ζωών, των ελληνικών θαλασσών και των ακτών, των περιουσιών και των τοπικών κοινωνιών και οικονομιών.
Επομένως, «χρειάζεται μια εθνική στρατηγική – θεσμική και επιχειρησιακή – που να ενσωματώνει τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και να εγγυάται ότι διαθέτουμε, ανά πάσα στιγμή, κατάλληλο σχέδιο και επαγγελματικά μέσα που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιτυχή έκβαση επιχειρήσεων, την διάσωση των ανθρώπινων ζωών και την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος» τονίζει.
Αν κάποιος εύλογα αναρωτηθεί ότι, αφού πλέον έχουμε νέα, σύγχρονα και πιο δυνατά ρυμουλκά, γιατί χρειαζόμαστε και τα ναυαγοσωστικά πλοία, την απάντηση μπορεί να την λάβει από τον τρόπο οργάνωσης επιχειρήσεων επιθαλάσσιας αρωγής των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κρατών, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης, τα οποία, αν και έχουν προ πολλού πολύ σύγχρονα ρυμουλκά πλοία εντούτοις χρηματοδοτούν και διαθέτουν δίκτυα ναυλωμένων ναυαγοσωστικών πλοίων μέσω των οποίων εξασφαλίζουν την άμεση ανταπόκρισή τους σε περιστατικά ναυτικών ατυχημάτων.
-«Η αντιρρύπανση είναι δείκτης πολιτισμού». Πού βρίσκεται η Ελλάδα στον τομέα της αντιρρύπανσης;
Αναμφίβολα, στον τομέα της αντιρρύπανσης έχουν γίνει βήματα. ‘Αργησαν όμως πολύ και θα χρειαστεί χρόνος να δοκιμαστούν στην πράξη και να βελτιωθούν όσο πρέπει.
Το κλασσικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί η εκκωφαντική, αν μη τι άλλο, αδράνεια και απραξία της Ελληνικής Πολιτείας να καθορίσει το απολύτως αυτονόητο, δηλ. τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αδειοδοτούνται οι εταιρείες αντιρρύπανσης.
Χρειάστηκαν, δυστυχώς, να περάσουν 25 ολόκληρα χρόνια ουσιαστικής αναρχίας (από το 1998 έως το 2023) για να μπορέσει η Πολιτεία να θεσμοθετήσει αυτές τις προϋποθέσεις. Όλα αυτά τα χρόνια ο κλάδος της αντιρρύπανσης ήταν κυριολεκτικά έρμαιο της επιχειρηματικής ασυδοσίας που το μόνο που επιζητούσε ήταν να παραμείνει ο χώρος αποκλεισμένος και να αποτρέπονται με κάθε τρόπο οι υγιείς επαγγελματίες από την δραστηριοποίησή τους με τρόπο συγκροτημένο και ξεκάθαρα προσδιορισμένο.
Το εθνικό μας σχέδιο καταπολέμησης ρύπανσης μετράει ήδη 23 χρόνια ζωής. Πολλά έχουν προκύψει έκτοτε όσον αφορά στα πλοία, τα φορτία, και τις τεχνολογικές εξελίξεις των αντιρρυπαντικών μέσων και των υλικών που χρησιμοποιούνται όταν συμβεί ένα ατύχημα.
Με βάση τα παραπάνω, το μείζον ερώτημα που τίθεται είναι: έχουμε το επιχειρησιακό υπόβαθρο, την τεχνογνωσία και τον εξοπλισμό για αντιμετωπίσουμε ακόμα και το σοβαρότερο ατύχημα που μπορεί να ρυπάνει τις θάλασσες και τις ακτές μας; Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ό,τι και αν συμβεί στις θάλασσές μας έχουμε την απαιτούμενη, σε κάθε επίπεδο (κρατικό, επιστημονικό, επιχειρηματικό), επάρκεια και εμπειρία για να το φέρουμε σε πέρας αποτελεσματικά; Υπάρχει κάποια φρέσκια σκέψη σχετικά με τον τρόπο που μπορούμε να γίνουμε θεσμικά και επιχειρησιακά πιο ασφαλείς και αξιόπιστοι;
Οι απαντήσεις πρέπει να είναι σαφείς. Οφείλουμε να αξιολογήσουμε το ισχύον πλαίσιο, θεσμικό και επιχειρησιακό, να βελτιώσουμε τα σχέδιά μας όπου απαιτείται, να καλύψουμε τα κενά που σαφώς υπάρχουν-για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα δεν έχουμε καθορίσει τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός αντιρρυπαντικού πλοίου, ούτε έχει επιβληθεί η υποχρέωση για χρήση ειδικών φραγμάτων ανοικτής θαλάσσης όπου απαιτείται-, να εισάγουμε τις νέες τεχνολογίες, και να διασφαλίσουμε ότι υφίστανται οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες προκειμένου οι αποζημιώσεις που δικαιούνται οι εκάστοτε πληγέντες να παρέχονται στο συντομότερο χρονικό διάστημα.
Και στην περίπτωση της αντιρρύπανσης ισχύει ότι αναφέραμε για τα ναυαγοσωστικά πλοία. Τα περισσότερα Κράτη, με αφορμή τα πολυάριθμα ατυχήματα που οδήγησαν σε μεγάλες θαλάσσιες ρυπάνσεις, έχουν αναπτύξει και εφαρμόζουν σύγχρονα σχέδια αντιμετώπισης θαλάσσιας ρύπανσης και διαθέτουν ειδικά δίκτυα κάλυψης των θαλασσών και των ακτών τους. Χρειάζεται να δούμε αυτά τα παραδείγματα, να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και να σκεφτούμε τη μεταφορά τους στην πατρίδα μας κατά τρόπο που θα ικανοποιεί τις δικές μας ανάγκες και με βάση τα δικά μας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
-Κλείνοντας, πώς βλέπετε τις προοπτικές για τις υπεράκτιες δραστηριότητες στην Ελλάδα;
Είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Οι υπεράκτιες δραστηριότητες δεν είναι, εν πολλοίς, ξένες στην ελληνική πραγματικότητα.
Πολύ πρόσφατα η Ελλάδα ανακοίνωσε τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό ως μια συντονισμένη και ολιστική προσέγγιση στο σύνολο των δράσεων που πραγματοποιούνται στην θάλασσα. Παράλληλα, προχωρούν γρήγορα οι διαδικασίες για την έναρξη της ειδικότερης δράσης της εξόρυξης υδρογονανθράκων σε συγκεκριμένα σημεία του ελληνικού θαλάσσιου χώρου.
Με τον τρόπο αυτό, ανοίγει ένας νέος τομέας με τεράστιες απαιτήσεις ασφάλειας, τεχνικής κατάρτισης και επιχειρησιακής επάρκειας στον οποίο η Ελλάδα επιβάλλεται να λειτουργήσει με σωστό θεσμικό πλαίσιο, με οργανωμένη συνεργασία κράτους και ιδιωτών, και με την εφαρμογή των υψηλότερων προτύπων λειτουργίας. Εμείς, ως Ένωση, είμαστε έτοιμοι να συμβάλουμε με τεχνογνωσία και εμπειρία.
Σήμερα, μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον χώρο αυτό, να κατανοήσουμε τη σημασία, τις προκλήσεις και τις απαιτήσεις που συνδέονται άμεσα με αυτόν. Να εξετάσουμε τη θεσμική του υπόσταση και επάρκεια, καθώς και τους εξαιρετικά απαιτητικούς όρους υπό τους οποίους δραστηριοποιείται. Να δούμε τις προοπτικές του και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες οι Έλληνες επιχειρηματίες του κλάδου θα λειτουργούν με τα υψηλότερα πρότυπα ασφάλειας και συνέπειας, αλλά ταυτόχρονα θα είναι και ανταγωνιστικά επιλέξιμοι.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: eurokinissi)