Η γυναίκα που έκανε τα πάντα για να βρει τους απαγωγείς-δολοφόνους της κόρης της και εκτελέστηκε (Vid)

Η Μίριαμ Ροντρίγκες είναι μια Μεξικάνα που αναζητούσε τους δολοφόνους της κόρης της για τρία χρόνια.

Κατάφερε να εντοπίσει δέκα άτομα τα οποία συνελήφθηκαν. Δολοφονήθηκε την Ημέρα της Μητέρας.

Μέχρι τα μέσα του 2020, πάνω από 73.000 άτομα είχαν καταγραφεί ως αγνοούμενα στο Μεξικό. Το 98% εξ αυτών εξαφανίστηκαν μετά το 2006, όταν η κυβέρνηση του Μεξικού κήρυξε πόλεμο κατά των ναρκωτικών.

Αυτό αύξησε το επίπεδο βίας στη χώρα. Όταν οι Αρχές προχωρούσαν στη σύλληψη κάποιου αρχηγού του καρτέλ, οι βοηθοί του ξεκινούσαν πόλεμο για την εξουσία και ένα μεγάλο καρτέλ χωριζόταν σε μικρότερες συμμορίες.

Οι εγκληματίες προσπαθούσαν να αναπληρώσουν τα έξοδα του ανταγωνισμού με διάφορους τρόπους, μεταξύ των οποίων ήταν και η απαγωγή ανθρώπων για λύτρα.

Το 2014 ένα από τα θύματα αυτής της τακτικής ήταν και η 20χρονη Κάρεν Ροντρίγκες από το Σαν Φερνάντο. Η μητέρα της, η 54χρονη Μίριαμ Ροντρίγκες, ανέλαβε μόνη της την αναζήτηση των απαγωγέων της κόρης της και εντόπισε 10 άτομα προτού δολοφονηθεί. Οι «New York Times» δημοσίευσαν την απίστευτη ιστορία μίας μητέρας που έχασε τη ζωή της, στην προσπάθεια της να βρει την κόρη της.

Η απαγωγή από το Λος Σέτας, τα λύτρα, η κοροϊδία και η απόφαση για δικαίωση
Το Σαν Φερνάντο είναι μια πόλη με πληθυσμό 60.000 κατοίκους στην πολιτεία Ταμαουλίπας του Μεξικού που βρίσκεται σε απόσταση δύο ωρών από τα σύνορα των ΗΠΑ.

Η πόλη βρίσκεται στη ζώνη επιρροής του Λος Σέτας, ενός από τα μεγαλύτερα καρτέλ ναρκωτικών του Μεξικού. Εκεί συμβαίνουν τακτικά απαγωγές και δολοφονίες. Το Σαν Φερνάντο φημίζεται για την ανακάλυψη ενός κοινού τάφου το 2010 με τις σορούς 72 μεταναστών από την Κεντρική Αμερική που δολοφονήθηκαν από μέλη του διαβόητου καρτέλ Λος Σέτας.

Η Μίριαμ Ροντρίγκες ήταν η ιδιοκτήτρια ενός μικρού καταστήματος με καουμπόικα ρούχα στο Σαν Φερνάντο. Είχε χωρίσει με τον σύζυγό της και έμενε με τη μικρότερη κόρη της Κάρεν. Η Μίριαμ είχε ακόμη δύο παιδιά: μια κόρη, την Αζάλια και έναν γιο, τον Λούις.

Στις 23 Ιανουαρίου του 2014, η 20χρονη Κάρεν έπεσε θύμα απαγωγής από μέλη του Λος Σέτας. Επιπλέον, απήχθη κι ένας γνωστός της οικογένειας, μηχανικός στο επάγγελμα, επειδή χτύπησε την πόρτα του σπιτιού που έμενε η Κάρεν με τη μητέρα της την ώρα που το κορίτσι ήταν φιμωμένο και δεμένο.

Οι απαγωγείς ζήτησαν από τη Μίριαμ Ροντρίγκες να πληρώσει λύτρα – δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ακριβές ποσό. Η γυναίκα πήρε ένα δάνειο από την τράπεζα και τα πλήρωσε, αλλά η Κάρεν δεν επέστρεψε.

Η Μίριαμ κατάφερε να συναντήσει ένα από τα μέλη του Λος Σέτας, το οποίο τη διαβεβαίωσε ότι το καρτέλ δεν γνώριζε πού βρισκόταν η κόρη της, θα μπορούσε όμως να βοηθήσει στην αναζήτηση για δύο χιλιάδες δολάρια.

Η Μίριαμ πλήρωσε ξανά. Μια εβδομάδα αργότερα, το μέλος του καρτέλ σταμάτησε να απαντά στα τηλεφωνήματά της. Στη συνέχεια άρχισαν να την παίρνουν τηλέφωνο κάποιοι άλλοι, οι οποίοι δήλωναν ότι ήταν οι απαγωγείς της κόρης της και ζήτησαν άλλα 500 δολάρια. Η Μίριαμ πλήρωσε για τρίτη φορά. Χάθηκαν όμως και αυτοί.

Ένα πρωί, εβδομάδες μετά την τελευταία πληρωμή, η 54χρονη Μίριαμ είπε στη μεγαλύτερη κόρη της, την Αζάλια, ότι η αδερφή της ήταν πιθανότατα νεκρή και ότι η ίδια σκόπευε να βρει τους ανθρώπους που την απήγαγαν και τη σκότωσαν.

Η απίστευτη έρευνα και επιμονή που έφερε την τραγική ανακάλυψη της νεκρής κόρης της
Η Μίριαμ ήδη γνώριζε ότι το μέλος του καρτέλ που συναντούσε είχε συμμετάσχει στην απαγωγή της κόρης της: της το είπε ο μηχανικός που είχε απαχθεί τότε μαζί με την Κάρεν, αλλά σε αντίθεση με εκείνη, τον άφησαν ελεύθερο.

Η Μίριαμ ήξερε επίσης ότι το όνομα του απαγωγέα ήταν Σάμα: άκουσε κατά λάθος το όνομά του κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Η Μίριαμ τον αναζητούσε στο Facebook και μια μέρα είδε μια φωτογραφία στην οποία είχε επισημανθεί. Ήταν μαζί με ένα κορίτσι που φορούσε τη στολή ενός καταστήματος με παγωτά στην πόλη Σιουντάντ Βικτόρια, σε απόσταση δύο ωρών από το Σαν Φερνάντο.

Η Μίριαμ έφτασε στο Σιουντάντ Βικτόρια και άρχισε να παρακολουθεί την κοπέλα της φωτογραφίας. Ήλπιζε ότι μια μέρα ο Σάμα θα περνούσε από τη δουλειά της.

Πράγματι αυτό συνέβη ύστερα από μερικές εβδομάδες αναμονής. Η Μίριαμ παρακολούθησε το ζευγάρι και ανακάλυψε πού έμεναν. Στη συνέχεια έφτιαξε ένα ψεύτικο δελτίο ταυτότητας, έκοψε κοντά τα μαλλιά της, τα έβαψε κόκκινα, ώστε να μην την αναγνωρίζει ο δράστης, και προσποιήθηκε ότι διεξήγε κάποια έρευνα δίπλα στο σπίτι του. Με αυτό τον τρόπο έμαθε πληροφορίες για τη ζωή του.

Με αυτές τις πληροφορίες, η Μίριαμ απευθύνθηκε στην αστυνομία, κανείς όμως δεν ήθελε να την ακούσει. Μόνο ένας αστυνομικός συμφώνησε να τη βοηθήσει.

«Αυτή η γυναίκα είχε μαζέψει μόνη της έναν απίστευτο όγκο πληροφοριών. Επισκέφθηκε εκπροσώπους όλων των επιπέδων και οι αξιωματούχοι απλά της έκλειναν την πόρτα. Ήταν μεγάλη μου τιμή να τη βοηθήσω να εντοπίσει τους ανθρώπους που απήγαγαν την κόρη της» είπε στους New York Times. Το δημοσίευμα δεν αποκάλυψε το όνομα αυτού του ατόμου, επειδή μέχρι σήμερα εργάζεται στην αστυνομία.

Όταν οι Αρχές εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης για τον Σάμα, αυτός είχε ήδη εξαφανιστεί. Η Μίριαμ επικεντρώθηκε στην αναζήτηση άλλων συμμετεχόντων στην απαγωγή της κόρης της.

Τον Σεπτέμβριο του 2014 ο γιος της Λουίς είδε τυχαία τον Σάμα. Το μέλος του καρτέλ μπήκε στο κατάστημά του στο Σιουντάντ Βικτόρια για να δει τα καπέλα. Ο Λούις κάλεσε την αστυνομία και τον παρακολούθησε. Μετά τη σύλληψή του, ο Σάμα πρόδωσε μερικούς συνεργούς του στην απαγωγή της Κάρεν.

Ένας από αυτούς ήταν ο Κρίστιαν Γκονζάλες. Όταν τον έπιασε η αστυνομία, ήταν μόλις 18 ετών. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης φαινόταν φοβισμένος, ζήτησε να τηλεφωνήσει στη μητέρα του και παραπονιόταν ότι πεινούσε.

Η Μίριαμ, που άκουγε την ανάκριση στη διπλανή αίθουσα, του έδωσε το μεσημεριανό της. «Ανεξάρτητα από το τι είχε διαπράξει, ήταν ακόμη ένα παιδί και εγώ ήμουν μια μητέρα» ήταν τα τα λόγια της Μίριαμ, όπως τα μετέφερε η φίλη της, Ιντάλια Βιλιαβισένσιο, η οποία ήταν μαζί της κατά την ανάκριση.

Ο Κρίστιαν Γκονζάλες ομολόγησε και έδειξε το αγρόκτημα όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν θαμμένο το σώμα της Κάρεν. Οι αστυνομικοί βρήκαν τα λείψανα δεκάδων ανθρώπων εκεί, αλλά αρχικά δήλωσαν ότι της Κάρεν δεν ήταν ανάμεσά τους.

Η Μίριαμ όμως βρήκε στο αγρόκτημα το μαντήλι της κόρης της και ένα μαξιλάρι από το κάθισμα του αυτοκινήτου της. Ήταν σίγουρη ότι είχαν δολοφονήσει την κόρη της και την έθαψαν εκεί. Η επιμονή της έφερε αποτελέσματα: έναν χρόνο αργότερα, βρέθηκε στο αγρόκτημα ένα κομμάτι μηρού που ανήκε στην Κάρεν.

Τα κομμάτια του παζλ της απαγωγής άρχισαν να ενώνονται – Η σύλληψη μέσα στην εκκλησία
Κοντά στη στροφή προς τον χωματόδρομο που οδηγούσε στην αγροτική έκταση, υπήρχε ένα εστιατόριο. Η Μίριαμ θυμήθηκε ότι έτρωγε εκεί με την κόρη της Αζάλια δύο ημέρες μετά την απαγωγή της Κάρεν.

Στο εστιατόριο η Μίριαμ συνάντησε μια γνωστή της, την Έλβια Μπετανκούρ και τη ρώτησε αν είχε ακούσει για την εξαφάνιση της Κάρεν. Η Έλβια απάντησε πως όχι, παρόλο που εκείνη τη μέρα το είχε μάθει ολόκληρη η περιοχή.

Μετά την επίσκεψη στο αγρόκτημα, η Μίριαμ θυμήθηκε αυτό το επεισόδιο και της φάνηκε παράξενο. Η Μίριαμ ξεκίνησε να παρακολουθεί τα κοινωνικά δίκτυα της Έλβια και ανακάλυψε ότι είχε σχέση με έναν από τους απαγωγείς της Κάρεν, ο οποίος τότε βρισκόταν στη φυλακή λόγω άλλης υπόθεσης.

Η Μίριαμ περίμενε την Έλβια δίπλα στη φυλακή όπου ήταν ο εραστής της, και μια μέρα η νεαρή γυναίκα πέρασε από εκεί. Μετά τη σύλληψή της από την αστυνομία, αποκαλύφθηκε ότι μερικές από τις κλήσεις που αφορούσαν τα λύτρα για την Κάρεν γίνονταν από το σπίτι της.

Κάποιοι από τους δράστες που συμμετείχαν στην απαγωγή και τη δολοφονία της Κάρεν τον καιρό που τους βρήκε η Μίριαμ είχαν φύγει από το καρτέλ και προσπαθούσαν να ζήσουν ακολουθώντας το γράμμα του νόμου. Ένας από αυτούς ήταν ο Ενρίκε Φλόρενς.

Η Μίριαμ γνώρισε τη γιαγιά του, η οποία της είπε ότι ο εγγονός της είχε αρχίσει πρόσφατα να πηγαίνει στην εκκλησία. Η Μίριαμ άρχισε επίσης να πηγαίνει τακτικά σε λειτουργίες και σύντομα τον πρόσεξε. Η αστυνομία συνέλαβε τον Ενρίκε στην εκκλησία. Κάποιοι ενορίτες ζήτησαν από τη Μίριαμ να δείξει έλεος, αλλά η ίδια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τους απάντησε: «Πού ήταν η καλοσύνη του όταν σκότωναν την κόρη μου;»

Ο απαγωγέας που πουλούσε λουλούδια και το θάρρος της τραγικής μητέρας που τον ακινητοποίησε
Η Μίριαμ έπιασε μόνη της έναν από τους απαγωγείς: γνώριζε ότι πουλούσε λουλούδια στον δρόμο πριν μπει στο καρτέλ και συμμετείχε στην απαγωγή της κόρης της. Αργότερα, στην προσπάθειά του να κρυφτεί από τον νόμο, επέστρεψε στην πρότερη εργασία του και άρχισε να πουλά τριαντάφυλλα για να καλύψει τις ανάγκες του.

Όταν τον βρήκε επιτέλους, ήταν πολύ αγχωμένη, αλλά τον πλησίασε. Ο απαγωγέας την αναγνώρισε -παρά το καπέλο και τα βαμμένα μαλλιά της- και άρχισε να τρέχει.

Ωστόσο, η 56χρονη Ροντρίγκες τον έφτασε, τον άρπαξε από το πουκάμισο και τον έριξε κάτω στο έδαφος, ενώ έβαλε το πιστόλι της στην πλάτη του. «Αν κινηθείς, θα σε πυροβολήσω» του είπε και τον κράτησε σε αυτήν τη θέση για σχεδόν μία ώρα, περιμένοντας να φτάσει η αστυνομία και να τον συλλάβει.

Ο «πόλεμος» με το καρτέλ και η εκτέλεσή της με 13 σφαίρες
Η οικογένεια της Μίριαμ φοβόταν ότι ο πόλεμος με το καρτέλ Λος Σέτας θα τελείωνε με τον θάνατό της. Η ίδια όμως έλεγε ότι δεν την τρόμαζε ο θάνατος.

«Πέθανα την ημέρα που δολοφονήθηκε η κόρη μου. Θέλω να το τελειώσω. Έχω σκοπό να βρω τους ανθρώπους που πλήγωσαν την κόρη μου και μπορούν να με κάνουν ό,τι θέλουν» ήταν τα λόγια της Μίριαμ, που μετέφερε η φίλη της, Ιντάλια Βιλιαβισένσιο.

Κατά τη διάρκεια αναζήτησης των απαγωγέων της κόρης της, η Μίριαμ ηγείτο ενός συλλόγου γονέων, περίπου 600 οικογενειών, των οποίων τα παιδιά εξαφανίστηκαν στο Σαν Φερνάντο.

Τον Μάρτιο του 2017, μερικές δεκάδες κρατούμενοι δραπέτευσαν από τη φυλακή του Σιουντάντ Βικτόρια, όπου κρατούνταν και οι απαγωγείς της Κάρεν. Μεταξύ των δραπετών ήταν και ένας από τους απαγωγείς. Η Μίριαμ ζήτησε προστασία.

Η αστυνομία υποσχέθηκε να περιπολεί το σπίτι και τον χώρο εργασίας της τρεις φορές την ημέρα. Η οικογένειά της θεωρούσε ότι αυτά τα μέτρα δεν ήταν επαρκή, ωστόσο η Μίριαμ συνέχισε να ψάχνει τους απαγωγείς της κόρης της. Κατά τη διάρκεια τριών ετών, βρήκε εννέα άτομα και βοήθησε στη σύλληψή τους.

Στις 10 Μαΐου του 2017 -την ημέρα που στο Μεξικό γιορτάζουν την Ημέρα της Μητέρας- η Μίριαμ επέστρεφε στο σπίτι της αργά το βράδυ. Καθώς περπατούσε από το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι, την πυροβόλησαν 13 φορές από ένα λευκό φορτηγό.

Η Μίριαμ πέθανε στον δρόμο για το νοσοκομείο. Οι αστυνομικοί σκότωσαν έναν από τους δράστες του εγκλήματος ενώ οι άλλοι δύο τιμωρήθηκαν με ποινή φυλάκισης 10 και 15 ετών. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν οι εντολείς της δολοφονίας της άτυχης γυναίκας. Σήμερα ο γιος της Λούις προσπαθεί να τους ανακαλύψει.

Έναν μήνα μετά τον θάνατο της Μίριαμ, η αστυνομία συνέλαβε μια ακόμη ύποπτη για την απαγωγή της Κάρεν βάσει των πληροφοριών που είχε συγκεντρώσει η Μίριαμ. Αυτή η γυναίκα χτυπούσε και βασάνιζε το κορίτσι μετά την απαγωγή. Ήταν η δέκατη στη λίστα της Μίριαμ.

sputnik/ photo video screenshot

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί