Γερμανική εισβολή 1941! Μπορούσε η Ελλάδα να αμυνθεί; Ένα άρθρο που βάζει σε σκέψεις την ιστορία, ΦΩΤΟ

Το μεγάλο «αν» και ένα «άγνωστο» περιστατικό

Έχουν περάσει ακριβώς 80 χρόνια από τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα κατά το Β’ Π.Π. η οποία εκδηλώθηκε την 6η Απριλίου 1941, μετά από ένα 6μηνο πολέμου μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, ο οποίος δεν είχε την πορεία που ανέμεναν οι Ιταλοί. Οι Γερμανοί αποφασίζουν από τον Ιανουάριο ότι το ζήτημα των Βαλκανίων πρέπει να τελειώσει πριν την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, ώστε ο Άξονας να αποφύγει την ύπαρξη ενός νέου Μακεδονικού Μετώπου, όπως στον Α’ Π.Π. .

Η ιστορία γνωστή, η Ελλάδα και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τη γερμανική έφοδο με αποτέλεσμα την παράδοση του Ελληνικού Στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο και την κατάληψη της Ελλάδας με αποτέλεσμα την τριπλή κατοχή και όσα επακολούθησαν αυτής.

Στο παρόν άρθρο θα γίνει μία προσπάθεια να καταδειχτεί το αν υπήρχε η περίπτωση τον Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα να αντισταθεί στη γερμανική πλημμυρίδα της 12ης Στρατιάς της Wermacht και την υπεροπλία της σε τεθωρακισμένα και αεροπορία.

Δύσκολες αποφάσεις

Μέχρι και το Μάρτιο του 1941 η Ελλάδα αντιμετώπιζε μόνο την Ιταλία στη Βόρεια Ήπειρο με το χειμώνα του 1940-41, έναν από τους πλέον βαρύτερους χειμώνες στην πρόσφατη ιστορία, κυριολεκτικά να αφαιρεί από τον Ελληνικό Στρατό τη δυνατότητα να πετάξει τους Ιταλούς στη θάλασσα. Ο κύριος όγκος του επιστρατευμένου Ελληνικού Στρατού επομένως βρίσκεται στη Βόρεια Ήπειρο ενώ υπάρχουν μονάδες στα οχυρά της γραμμής “Μεταξά”, στο Νυμφαίο στη Θράκη και στα Ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα. Με την προϋπόθεση ότι η συμμαχική αντικατασκοπεία εντοπίζει τις κινήσεις των Γερμανών για έφοδο στα Βαλκάνια, το Γενικό Στρατηγείο με Αρχηγό τον Παπάγο θα έπρεπε να λάβει μερικές δύσκολες αποφάσεις όπως:

·         Το ανάπτυγμα του μετώπου από το Ιόνιο μέχρι τη Θράκη είναι τεράστιο και δεν μπορεί να καλυφθεί από τη στιγμή που είναι σίγουρο ότι και οι Βούλγαροι θα μπούν μάλλον στο χορό. Επομένως, το μέτωπο πρέπει να μειωθεί και αυτό θα γίνει μόνο με υποχώρηση σε γραμμή άμυνας που προσφέρεται για άμυνα. Ήτοι, υποχώρηση όλων των διαθέσιμων μονάδων από τη Θράκη, την Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία αφήνοντας πίσω, μόνο μονάδες προκάλυψης ταχυκίνητες και τις φρουρές των οχυρών της γραμμής “Μεταξά”.  Η νέα γραμμή άμυνας θα ξεκινά από τις Πρέσπες, όρος Βέρνο-Κλεισούρα-όρος Άσκιο- όρος Βούρινος-Αιανή-Αλιάκμονας-Πιέρια όρη- Όλυμπος-Κατερίνη. Αυτή είναι γραμμή που προσφέρεται για άμυνα λόγω συνδυασμού ορεινών όγκων και υδάτινων κωλλυμάτων.

·         Αναδιάταξη των δυνάμεων που βρίσκονταν στη Βόρεια Ήπειρο προς Πρεμετή, Λεσκοβίκι-Γράμμο-Μοράβα-Πρέσπες με τη γραμμή αμετάβλητη από τη Χειμάρρα μέχρι και την Κλεισούρα, ομοίως και αυτή η αλλαγή επί ορεινών όγκων, με τον Ιταλικό Στρατό ως αντίπαλο.

Τα παραπάνω απαιτούν επίσης της παρακάτω ενέργειες ως αποτέλεσμα αυτών:

·         Επιστράτευση όλων των κλάσεων που δεν έχουν επιστρατευθεί από τις περιοχές που θα αφεθούν στον εχθρό και μετακίνησή τους προς την Κεντρική και νότια Ελλάδα είτε για εκπαίδευση, είτε για αναπλήρωση απωλειών των ήδη υπαρχόντων. Αν έπρεπε να επιστρατευτούν ακόμα και οι 17χρονοι, έπρεπε να γίνει και αυτό καθώς θα χρειάζονταν όλοι οι ικανοί.

·         Μετακίνηση όλου του υλικού από αποθήκες που υπάρχουν στις περιοχές αυτές

·         Οργάνωση σχεδίου καταστροφής γεφυρών και δρόμων από τις μονάδες προκάλυψης, κατά την υποχώρησή τους στην κύρια γραμμή άμυνας ώστε να επιβραδυνθεί ο εχθρός

·         Επιβολή πειθαρχίας στο στράτευμα καθώς είναι γνωστό ότι ο Ελληνικός Στρατός έχει θέματα με την υποχώρηση. Αυτή θα έπρεπε να γίνει απόλυτα συντεταγμένα με σαφές σχέδιο και ορισμένες θέσεις για κάθε μονάδα για να μην υπάρξουν ατυχή γεγονότα.

·         Οχύρωση της νέας γραμμής αμύνης από τα μέσα Φεβρουαρίου 1941 με τη βοήθεια του εντόπιου πληθυσμού από τη στιγμή που όλοι οι ανθρώπινοι πόροι είναι στο μέτωπο αλλά και για να εκτελεστούν οι εργασίες, υπό την επίβλεψη του μηχανικού, ορθά και με ταχύτητα.

Αναδιάταξη των ελληνικών δυνάμεων και των δυνάμεων του Β.Ε.Σ. σε νέα γραμμή αμύνης ( γαλάζια) για να αντιμετωπίσουν υπό ευνοϊκότερες συνθήκες αφού ο αμυνόμενος Ελληνικός Στρατός θα  είχε οχυρωμένες θέσεις επί ορεινών όγκων με βλάστηση σε αρκετές περιπτώσεις.Buffer zones όπως στην Κοζάνη, την Κατερίνη και την Κορυτσά θα ήταν καλές τοποθεσίες προς άμυνα και αν χρειαζόταν, υποχώρηση στην κύρια γραμμή άμυνας.

Ειδικά το ζήτημα της οχύρωσης των ορεινών όγκων με χαρακώματα και ενεργά σκέπαστρα, της δημιουργίας θέσεων για το πυροβολικό, τη δημιουργία αντιαρματικών κωλυμάτων σε όλες τις διαβάσεις από τις οποίες ο εχθρός θα δοκιμάσει να περάσει τα άρματά του αλλά και η ναρκοθέτηση, είναι εργασία που θα κοστίσει στον αντίπαλο σε αίμα δυσανάλογα μεγάλο ως προς αυτό που θα πληρώσει ο αμυνόμενος.

Ούτως ή άλλως, ειδικά οι μονάδες που πολεμούσαν στη Βόρεια ήπειρο, ήταν ήδη έμπειρες στον ορεινό αγώνα αλλά έλειπε εξοπλισμός λόγω των απωλειών από τις έντονες επιχειρήσεις. Η πίεση προς τη Βρετανία για παροχή εξοπλισμού, πρώτων υλών για βλήματα πυροβολικού και για λοιπά πυρομαχικά και ίσως η παροχή άδειας κατασκευής εγχώρια , τυφεκίων, οπλοπολυβόλων και λοιπού εξοπλισμού, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει για να καλυφθούν οι τεράστιες ανάγκες. Μεγάλη και η ανάγκη σε αντιαεροπορικά, αν και αυτά θα ήταν πιο δύσκολο να βρεθούν, αφού οι Άγγλοι αντιμετώπιζαν δυσκολίες λόγω των γερμανικών βομβαρδισμών. Κρίσιμη λοιπόν η κάλυψη-απόκρυψη καθώς η Λουφτβάφε θα είχε την πρωτοκαθεδρία στον αέρα και θα έκανε μεγάλες καταστροφές στα μετόπισθεν αλλά και επί του μετώπου.

Διάταξη δυνάμεων

Έχοντας ξεκινήσει την αναδιάταξη από τα μέσα Μαρτίου, όταν και ήταν γνωστό ότι η Γερμανία ετοιμαζόταν για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία, ο Ελληνικός Στρατός θα έφερνε μονάδες στις νέες προετοιμασμένες θέσεις έχοντας αφήσει δύο ταχυκίνητες μονάδες ως προκάλυψη στην Κεντρική Μακεδονία και τη Φλώρινα, ενώ το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα θα είχε λάβει ήδη θέσεις στον Αλιάκμονα και στη διάβαση της Αιανής που θα ήταν και η πιο επισφαλής της διάταξης. Η αναδιάταξη των δυνάμεων στη Βόρεια ήπειρο σε μία γραμμή που θα περιελάμβανε το Μοράβα, τον Γράμμο και το ημιορεινό περιβάλλον του Λεσκοβικίου θα ήταν αρκετά καλή από τη στιγμή που οι ελληνικές μονάδες θα είχαν πεδία βολής προς τους Ιταλούς. Ούτως ή άλλως, μετά την ιταλική Εαρινή επίθεση, οι Ιταλοί δε θα ήταν σε θέσει να εξαπολύσουν μία ανάλογη επίθεση προς τις δυνάμεις στη Βόρεια ήπειρο λόγω απωλειών. Οι τοπικές φρουρές των οχυρών της Γραμμής Μεταξά θα παρέμεναν στις θέσεις τους για να καθυστερήσουν τον εχθρό και να δώσουν αίσθηση αντίστασης με εντολή να κρατήσουν “όσο αντέξουν”. Οι σελίδες δόξας που γράφηκαν στην πραγματικότητα, θα γράφονταν και σε αυτή την περίπτωση.

Εισβολή

Την 6η Απριλίου οι γερμανικές φάλαγγες θα έρχονταν σε επαφή με τις μονάδες προκαλύψεως, οι οποίες θα άρχιζαν την υποχώρησή τους προς την κύρια γραμμή αμύνης ενώ θα επιτίθονταν στη Γραμμή Μεταξά και στη Θράκη με το Βουλγαρικό Στρατό. Μέχρι τις 11 Απρίλη οι μονάδες προκάλυψης θα είχαν υποχωρήσει στην κύρια γραμμή άμυνας, όπου οι μονάδες της Wermacht θα έρχονταν αντιμέτωπες με δυνάμεις οχυρωμένες επί ορεινών εδαφών και οι διαβάσεις θα ήταν κλειστές ενώ ο Αλιάκμονας θα ήταν μία δύσκολη υπόθεση αφού από την άλλη πλευρά υπάρχουν τα υψώματα που δεσπόζουν της περιοχής.

Αρχικά οι μηχανοκίνητες μονάδες της Wermacht  θα επιχειρούσαν να διαβούν την τοποθεσία σε μία ή δύο διαβάσεις ταυτόχρονα αλλά λόγω της σφοδρής αντίστασης του Ελληνικού Στρατού και του ΒΕΣ , θα ανέμεναν των πλήρη όγκο των δυνάμεών τους για να εξαπολύσουν μία πλήρη επίθεση, ενώ θα φρόντιζαν να αναγνωρίσουν καλύτερα την ελληνική αμυντική τοποθεσία για εξεύρεση σημείων προς επίθεση. Κατά τις 15-18 Απριλίου και έχοντας μαζέψει τις δυνάμεις τους θα εξαπέλυαν την επίθεσή τους κυρίως έναντι των διαβάσεων της Κλεισούρας, της Αιανής και του Αλιάκμονα, αφού αν διέβαιναν προς τη δυτική Μακεδονία σε μία από αυτές, άμεσα θα απειλούσαν την κύρια οδό ανεφοδιασμού των αμυνόμενων ελληνικών δυνάμεων.

Η γραμμή μετώπου κατά την επίθεση. Διακρίνονται με το κίτρινο, οι κύριες οδοί ανεφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων και η δεύτερη γραμμή άμυνας στο Σμόλικα-Μέτσοβο-Καλαμπάκα-Ελασσόνα-Πιέρια-Όλυμπος-Λιτόχωρο, σε περίπτωση που ο  Ελληνικός Στρατός έπρεπε να υποχωρήσει από την αρχική γραμμή αμύνης.

Η Μεγάλη Εβδομάδα του 1941 θα ήταν η εβδομάδα “των Παθών” και για τον Ελληνικό Στρατό και τους Συμμάχους του καθώς θα έπρεπε να αντέξει στην κύρια γερμανική επίθεση, η οποία θα υποστηριζόταν από τη Λουφτβάφε.  Λόγω της ορεινής και ημιορεινής φύσης της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας, το μεγάλο όπλα των Γερμανών, τα τεθωρακισμένα και τα μηχανοκίνητα τμήματα, θα είχαν μικρή αξία εμπρός σε οχυρωμένες ορεινές ή υδάτινες διαβάσεις και θα έπρεπε να διεξαχθεί αγώνας πεζικού και πυροβολικού εναντίων έμπειρων, ψυχομένων και καλά οχυρωμένων αμυνόμενων. Το καλά οχυρωμένο πεζικό δεν φεύγει εύκολα από τις θέσεις του και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα, εκατόμβες νεκρών και από τις δύο πλευρές με τους Γερμανούς να πληρώνουν βαρύ τίμημα σε αίμα για κάθε μέτρο εδάφους. Προφανώς η Λουφτβάφε θα έκανε μεγάλη καταστροφή, κυρίως στα μετόπισθεν αλλά αυτό ίσως να μην ήταν αρκετό, όπως δεν ήταν αρκετό και για τους Ιταλούς να εκδιώξουν τον Ελληνικό Στρατό από τις ορεινές οχυρωμένες θέσεις του κατά τη μεταξύ τους αναμέτρηση το προηγούμενο εξάμηνο. Οι Ιταλοί θα εκτόξευαν ταυτόχρονα με τη γερμανική έφοδο και δική τους αλλά μάλλον πιο χλιαρής έντασης και μία τέτοια προσπάθεια δε θα είχε και πολύ αποτέλεσμα.

Σε περίπτωση που η γραμμή αμύνης άντεχε, έστω και με αρκετές απώλειες, οι Γερμανοί θα είχαν ένα μεγάλο δίλλημα καθώς ήδη θα έμπαινε ο Μάιος, θα είχαν υποστεί βαριές απώλειες στην προσπάθειά τους και πλησίαζε η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ( η απόφαση αυτή ήταν αμετάκλητη για το Χίτλερ ανεξάρτητα της πορείας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα ). Είναι πιθανό ότι κάπου εκεί οι Γερμανοί ίσως σταματούσαν τις επιχειρήσεις τους , θα αφαιρούσαν τα τεθωρακισμένα από τη 12η Στρατιά για να λάβουν μέρος στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και θα κατέβαζαν επιπλέον ορεινές Μεραρχίες, ενώ θα έφερναν το Βουλγαρικό Στρατό στις δικές τους θέσεις τόσο για οικονομία δυνάμεων, όσο και για να εμπλέξουν περισσότερο τους Βούλγαρους στον πόλεμο.

Μία τέτοια είδηση θα ανακούφιζε την ελληνική και βρετανική πλευρά με σχετική ησυχία να πέφτει στο μέτωπο αφού οι Ιταλοί είχαν υποστεί πολλές απώλειες ήδη, το μέτωπο της Αφρικής δεν πήγαινε καλά, οι Γερμανοί ετοιμάζονταν για την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση και οι Βούλγαροι θα θεωρούσαν ότι δε χρειάζεται να προσπαθήσουν να επιτεθούν εκεί που απέτυχαν οι Γερμανοί.

Υπόθεση

Το καλοκαίρι του 1941 θα έβρισκε την Ελλάδα μικρότερη εδαφικά μεν αλλά σε ισχυρές θέσεις, με τον Στρατό της υπαρκτό και φυσικά όλα εκείνα που συνοδεύουν ένα κράτος που υφίσταται και δεν έχει καταληφθεί από τον εχθρό. Το καλοκαίρι θα ήταν περίοδος ανασυγκρότησης, υλικό από την Κοινοπολιτεία με επιπλέον δυνάμεις θα μεταφερόταν στην Ελλάδα και θα γινόταν σταδιακά προσπάθεια επανεξοπλισμού του Ελληνικού Στρατού και κάλυψης των απωλειών του με όσους θα είχαν επιστρατευτεί από τις περιοχές της Ελλάδας που παραδόθηκαν στον εχθρό κατά τη στρατηγική υποχώρηση. Από το 1942 και μετά το τι θα συνέβαινε σε ένα τέτοιο σενάριο, είναι κάτι άγνωστο αν και παίρνοντας ως δεδομένα τα γεγονότα της πραγματικής ιστορίας, μόνο μετά το Σεπτέμβριο του 1943 και την παράδοση της Ιταλίας, θα υπήρχε μία πολύ καλή ευκαιρία για τον Ελληνικό Στρατό για εξόρμηση ξανά στη Βόρεια Ήπειρο αφού ο Ιταλικός Στρατός στην περιοχή θα παραδινόταν. Επιχειρήσεις από το 1943 θα μπορούσαν να αναληφθούν και στο υπόλοιπο του Μετώπου κατά Βουλγάρων και Γερμανών και είναι πιθανό ότι θα υπήρχε κάποιου είδους υποχώρηση του άξονα σε κάποια γραμμή που ήταν οικονομικότερη γι αυτούς.

Το τέλος του Πολέμου θα έβρισκε τον Ελληνικό Στρατό εντός της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας  ενώ θα είχε και μία συνεχή επί 4 έτη παρουσία στη Βόρεια Ήπειρο. Πιθανότατα, μετά την συνθηκολόγηση του Άξονα, η Ελλάδα να λάμβανε τη Βόρεια ήπειρο, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο και ίσως κάποια βουλγαρικά επιπλέον εδάφη στη Θράκη.

Το σημαντικότερο είναι ότι ο Στρατός δε θα είχε διαλυθεί τον Απρίλιο του 1941, το κράτος δε θα είχε καταληφθεί, δε θα υπήρχε η Κατοχή και ο μετέπειτα εμφύλιος, αφού η ύπαρξη Στρατού και Κυβέρνησης θα εμπόδιζε τέτοιες ιδέες αφού δε θα υπήρχε κενό εξουσίας στη χώρα. Η Ελλάδα θα έβγαινε από το Β’ Π.Π. με λιγότερες απώλειες στον πληθυσμό από ότι έγινε στην πραγματικότητα αν και από πλευράς απωλειών στρατιωτικών, ο φόρος αίματος θα ήταν ιδιαίτερα βαρύς.

Όλο το παραπάνω σενάριο στηρίζεται κυρίως σε μία βασική υπόθεση, αυτή της υποχώρησης από εθνικό έδαφος με το σύνολο του στρατού, για να επιτευχθεί ο καλύτερος δυνατός τρόπος άμυνας. Η απόφαση αυτή είναι πολύ δύσκολη να ληφθεί και η αλήθεια είναι ότι ο Παπάγος δε μπορεί να κατηγορηθεί γιατί δεν το εφάρμοσε σε μία τέτοια διάσταση. Η απόφαση να αφήσει κανείς στο έλεος του εχθρού το 1/3 της Ελλάδας και εδαφών που κερδήθηκαν με ποτάμια αίματος στη Βόρεια Ήπειρο, είναι πολύ δύσκολη και θα απαιτούσε μία πολύ ευρεία πολιτική και κοινωνική κατανόηση ώστε να μη θεωρηθεί προδότης και τα σχετικά που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Επίλογος

Ως επίλογο παρατίθεται το εξής συμβάν από την γερμανική επίθεση στην Ελλάδα που δείχνει το αν ο Ελληνικός Στρατός θα μπορούσε να αμυνθεί και των Γερμανών με τις προϋποθέσεις που περιγράφηκαν παραπάνω.

Τον Μάιο του 1941 ο υποστράτηγος “Ζεπ” Ντήτριχ ( Dietrich ) διοικητής της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας των Waffen SS ” Leibstandarte Adolf Hitler” ( δεν ήταν ακόμα πλήρης Μεραρχία βέβαια, το 1942 έγινε μία πλήρης τεθωρακισμένη Μεραρχία ), κάλεσε τον υποστράτηγο Σωτήριο Μουτούση να του παρουσιαστεί καθώς ο τελευταίος ήταν ο αντίπαλος διοικητής στις μάχες γύρω από το Άργος Ορεστικό έξω από την Καστοριά.

Εκεί η λειψή πλέον ΧΙΙΙη Μεραρχία του Μουτούση, την ίδια ώρα που τμήματά της πολεμούσαν τους Ιταλούς δυτικότερα, προέβαλε λυσσώδη και αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στον Ντήτριχ και την επίλεκτη μονάδα του της οποίας ο κύριος όγκος είχε σκοπό να διαβεί την περιοχή. Ο Μουτούσης τοποθέτησε τα τμήματά του με τέτοιο τρόπο που επί μία ολόκληρη ημέρα τα Waffen SS καθηλώθηκαν εμπρός της ελληνικής γραμμής αμύνης. Μόνο με την επέμβαση των Stukas της Λουφτβάφε κατέστη δυνατή η κάμψη της αντίστασης των ελληνικών τμημάτων, αφού εξαύλωσε το τμήμα πυροβολικού της ΧΙΙΙης που κάλυπτε τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα με τον ηρωικό διοικητή του τμήματος, Παπαρόδου να σκοτώνεται στις επιθέσεις. Τα SS πέρασαν αφήνοντας όμως πίσω τους 25 κατεστραμμένα άρματα μάχης και εκατοντάδες απώλειες.

Ο Μουτούσης αρνήθηκε να συναντήσει τον Γερμανό Διοικητή των Waffen SS και αντ’ αυτού, ο Ντήτριχ κάλεσε στο Φρουραρχείο της κατεχόμενης πλέον Αθήνας τον Συνταγματάρχη Ευστάθιο Λιώση, ο οποίος ήταν υφιστάμενος του Μουτούση. Ο Ντήτριχ ζήτησε από το Λιώση να σχεδιάσει σε ένα χάρτη τις θέσεις των μονάδων του στο Άργος Ορεστικό και όταν είδε τις θέσεις και το πόσο λίγες ήταν οι μονάδες που τον αντιμετώπισαν ( Νόμιζε ότι τα είχε βάλει με 3 ολόκληρες ελληνικές Μεραρχίες αντίθετα, ήταν 3 λειψά τάγματα, ένας λόχος αναγνώρισης και μία Μοίρα ορειβατικού πυροβολικού), έσπευσε να κατηγορήσει το Λιώση ότι ψεύδεται. Τελικά, μετά από ένα δίωρο συζήτησης με το Λιώση, ο Ντήτριχ πείστηκε για την αλήθεια των λόγων του Έλληνα Συνταγματάρχη και αφού σηκώθηκε από τη θέση του, συνεχάρη ένθερμα των Έλληνα Συνταγματάρχη και του ζήτησε να διαβιβάσει στον ανώτερό του, το Μουτούση, τα συγχαρητήριά του για την αριστοτεχνική του άμυνα στο Άργος Ορεστικό.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί