Το κουδούνι χτύπησε ξαφνικά…

O χειμώνας ήταν έξαλλος αυτά τα Χριστούγεννα! Το χιόνι πιο αγριεμένο από ποτέ!!!

Ο μικρός Plato κοιτούσε τον σκοτεινιασμένο, ομιχλώδη αέρα να στροβιλίζει άγρια το χιόνι!! Ο άνεμος, υγρός, κρύος, διαπεραστικός, με ανεξάντλητη δύναμη χτυπάει στα παράθυρα και στις στέγες. Ουρλιάζει στις καπνοδόχους και κλαίει στους εξαερισμούς. Λες και κάτι θέλει να πει, αλλά η μουσική του παλιού πικάπ που βάζει η μητέρα, σβήνει το άγριο ουρλιαχτό του.

Υγρασία, κρύο και φρίκη… Όλα έξω φαντάζουν τόσο τρομακτικά αλλά η ασφάλεια του σπιτιού καθησυχάζει τον μικρό! Η φωτιά στο τζάκι σιγοκαίει και οι ήχοι των ξύλων νανουρίζουν τον Plato, μέχρι που ακούγεται η γλυκιά φωνή της μητέρας:

«Έλα να φάμε, έτοιμο»!!!

«Μμμ, χοιρινό με μέλι και πατάτες βουτηγμένες στο βούτυρο πασπαλισμένες με φρέσκα βότανα», είπε ο Πλατο!!! Του άρεσε να κρατάει στο μυαλό του γεύσεις και συνταγές.

Δεν φοβόταν το σκοτάδι έξω!!! Η ζεστασιά του σπιτιού και τα γλυκά λόγια που άκουγε καθημερινά, τον έκαναν να χαμογελά. Ένιωθε τόσο ασφαλής και ευτυχισμένος που τον αποκοίμιζε και μόνο η σκέψη του χιονιά να βολοδέρνει έξω χωρίς να μπορεί να τον αγγίξει. Να τον παγώσει. Να τον αρπάξει.

Όλα έχουν όμως ένα τέλος… Ή μάλλον σχεδόν όλα! Αυτό που θα γινόταν σε λίγο, θα του ανέτρεπε την ζωή και θα τον έφερνε αντιμέτωπο με το σκότος που τόσο φοβόταν αλλά δεν γνώριζε.

Η ώρα πήγε οκτώ! Το κουδούνι χτύπησε ξαφνικά και επίμονα! Ακουγόταν με το ζόρι ο ήχος, καθώς το πικάπ εξακολουθούσε να δίνει το δικό του κονσέρτο.

«Ποιος να είναι;;;», αναρωτήθηκε η μητέρα που μόλις είχε κοιμίσει τον ανέμελο και χορτασμένο Plato. Για κάποιο λόγο, ένιωσε φόβο. Όχι άδικα!!!

Άνοιξε την πόρτα…

«Άστον να φύγει»!!! Μια φωνή ακούστηκε στο βάθος!

«Όχι, δεν θα τον πάρεις. Ό,τι και να κάνεις! Θα τον υπερασπιστώ με νύχια και με δόντια. Είναι εδώ για κάποιον λόγο. Έχει επιλέξει να είναι εδώ», απάντησε η μητέρα.

«Άστον να βγει έξω», επανέλαβε η φωνή. «Δεν θα το ξαναπώ», συνέχισε λακωνικά.

«Μαμά, ποιος είναι αυτός;;; Τι θέλει;;;»! O Πλάτο ξύπνησε…

«Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα… Κλείσε κρυώνω… Γιατί αφήνεις το σκοτάδι να μπει μέσα;;;», συνέχισε να γκρινιάζει καθώς έβαζε τα ζεστά παπουτσάκια του για να μην παγώσουν τα πόδια του.

Η μητέρα δεν μιλούσε… Η φωνή έξω ήταν ξεκάθαρη…

«Έλα»!!! Η φωνή απευθύνθηκε στον Plato.

«Όχι, φύγε… Μαμάααααααααααααα».

Ο άνεμος συνέχισε τον θόρυβο. Ο Plato τον άκουγε, όμως πιο δυνατά τώρα. Ένα μαύρο χέρι τον είχε αρπάξει με το ζόρι. Ήταν έξω από την πόρτα.

Γυρίζει να δει. Να μπει μέσα πάλι, αλλά…

Δεν υπήρχε ούτε πόρτα. Ούτε σπίτι… Ούτε μητέρα… Ούτε τζάκι…

«Πώς είναι δυνατόν;;;», φώναξε κλαίγοντας.

«Προχώρα… Πρέπει…», του φώναξε η απρόσιτη και βροντερή φωνή.

Έπρεπε να περπατήσει μέσα στο χιόνι. Μέσα στον άνεμο… Ευτυχώς ήταν ντυμένος καλά… Κάτι σαν μια φωνή του είχε πει να ντυθεί καλά πριν κοιμηθεί. Η μητέρα του νόμιζε πως κρυώνει πολύ και δεν έδωσε σημασία. Το είδε σαν παιχνίδι!!! Ποιος πέφτει στο κρεβάτι με το ζεστό παλτό του, τα γάντια και τον σκούφο του. Εκείνη η νύχτα, όμως δεν ήταν τυχαία.

Μια φωτιά ήταν αναμμένη πιο πέρα. «Κάτσε να ηρεμήσεις και ξεκινάς», είπε η φωνή.

Ακόμα δεν είχε δει ποιος ήταν. Όλα όμως ήταν έτοιμα: Φαγητό να φάει τώρα, φαγητό να πάρει στον δρόμο και ζεστό ρόφημα. Κουρασμένος από το κλάμα ο μικρός κάθισε, έφαγε, ήπιε.

Ήξερε πως αν έβγαινε έξω, θα πέθαινε από το κρύο μονομιάς. Έτσι έλεγε η μητέρα. Η αλήθεια ήταν πως ήταν ακόμα ζωντανός. Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να περπατήσει. Έπρεπε να διασχίσει τον χιονιά.

Οι μέρες περνούσαν. Οι μήνες περνούσαν. Σιγά-σιγά έμαθε μόνος του να βρίσκει αυτό που χρειαζόταν για να επιβιώσει. Η φωνή του μιλούσε, όταν υπήρχε κίνδυνος. Καμία φορά ο μικρός την καλούσε για να νιώσει, ότι δεν ήταν μόνος. Η φωνή όμως ακουγόταν μόνο όταν έπρεπε. Μισούσε την φλυαρία. Περνούσε ακόμα και ένας μήνας χωρίς να ακουστεί.

Ξάφνου ο μικρός είδε το τέλος του χιονιά. Τα είχε καταφέρει. Ένα καινούριο τοπίο ξεδιπλωνόταν στο βάθος του μισοχιονισμένου πλέον δάσους, στο οποίο είχε μπει πριν δύο μέρες, αλλάζοντας διαδρομή επειδή ένας αγριεμένος τάρανδος τον είχε πάρει στο κυνήγι και μπήκε στο δάσος να γλυτώσει σκαρφαλώνοντας στον κορμό ενός δέντρου.

Ένας χρυσαφί ουρανός τον καλωσόρισε. Ακούγονταν πανηγύρια, τραγούδια και χαρές.

«Επιτέλους ήρθες. Καλώς ήρθες στο στρατόπεδο των φωτεινών Χριστουγέννων. Εδώ πράγματι Χριστός γεννάται». Η άγρια φωνή είχε γίνει γλυκιά σαν σοκολάτα, αν και παρέμενε βραχνή.

«Έπρεπε να περάσεις τον χιονιά μόνος σου. Ή τέλος πάντως σχεδόν μόνος σου. Αυτή ήταν η συμφωνία που έγινε με την Zirze, την πριγκίπισσα των σκοτεινών Χριστουγέννων», του είπε.

«Μα τι λες ποια σκοτεινά Χριστούγεννα. Όλα εκεί ήταν φωτεινά, με προστάτευαν από τον φονικό χιονιά. Και εσύ με τράβηξες έξω με το ζόρι. Τι είναι εδώ όλα αυτά;;;», τον διέκοψε ο Plato.

Η φωνή πήρε «σάρκα» και «οστά». Μπροστά του εμφανίστηκε ένα παιδί σαν και αυτόν. Μόνο η βροντερή φωνή του τον έκανε να ξεχωρίζει. Πίσω από το παιδί, αγόρια και κορίτσια με πρόσωπο χαμογελαστό και βλέμμα αποφασιστικό.

Θυμήθηκε… Το σπίτι, η μητέρα, το χοιρινό με το μέλι, όλα αυτά δεν υπήρχαν. Ή μάλλον υπήρχαν αλλά δεν ήταν ορατά. Το σκότος ήταν κάτι άλλο που δεν το φανταζόταν. Είχε κουρνιάσει μέσα του και ο άνεμος που βολόδερνε προσπαθούσε να τον καλέσει να βγει έξω.

Η Zirze είχε φροντίσει να τον γεμίσει με φόβο. Το σπίτι δεν φαινόταν καν στους απ’ έξω. Είχε καμουφλαριστεί για να μην το βρίσκει κανείς. Όπως και τόσα σπίτια, με την βραχνή φωνή να προσπαθεί να τα βρει και, σαν άνεμος να ελευθερώσει ακόμα και με το ζόρι τα παιδιά που είχαν φυλακιστεί σε έναν γλυκό, μικρό και ασφαλή χώρο περιορισμού τους, ώστε να κάθονται εκεί με την θέλησή τους, φοβούμενα τον «άγνωστο», κρύο και παγερό αέρα της ελευθερίας που τα καλούσε. Για αυτό, υπήρχε ένας όρος: Έπρεπε να διασχίσουν πρώτα τον χιονιά μόνα τους ή… σχεδόν μόνα τους.

Ο Plato χαμογέλασε. Πέταξε το παλτό και τις ζεστές μπότες. Δεν τα χρειαζόταν πια. Ο στρατός των φωτεινών Χριστουγέννων έπρεπε να συμπληρωθεί. Υπάρχουν και άλλα σπίτια.

Είχε φτάσει η ώρα της αντεπίθεσης.

Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε ξαφνικά… «Όχι πάλι», σκέφτηκε η Zirze…

photo pixabay

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί