Ο Άγιος των Χριστουγέννων: «Τώρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις»

Έμοιαζε με όνειρο!

Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα! Ένα χωριό μέσα στο χιόνι που έπεφτε απαλά από τον κατασκότεινο ουρανό!

Χιλιάδες λαμπιόνια, φωνές, παιχνίδια! Ο Έλιοτ είχε μείνει άφωνος! Δεν ήταν πια μικρό παιδάκι, αλλά πάντα ήθελε να παίζει! Τα χέρια του εκείνη την βραδιά φαίνονταν όμως τόσο μικρά!

Πώς βρέθηκε εκεί;;; Αυτός ετοιμαζόταν πάλι για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι των γραφειοκρατών γονιών του! Θα τον ψάχνουν! Και τι θα γίνει πάλι αν αργήσει;;; Πάλι θα του κλείσουν την πόρτα και θα τον αφήνουν να βολοδέρνει έξω για παραδειγματισμό ή θα τον βρίσουν και θα τον αρχίσουν στο ξύλο!

«Ε, μικρέ έλααααα, θα ξεπαγιάσεις έξω!!! Πώς βρέθηκες μόνος σου εδώ;;;», ακούστηκε μια φωνή να τον καλεί! Ένα μικρόλιγνο πλάσμα με φουντωτά αυτιά ξεπρόβαλε μέσα από ένα στολισμένο θάμνο ζαχαρωτών! Φαινόταν ευγενικό!

«Γεια σου, είμαι ο Φαίνομ Άπατ, αρχιξωτικό στο χωριό του Άη Βασίλη».

«Πώς το είπες αυτό;;; Σε ποιο χωριό;;; ΑΗΗΗ ΒΑΣΙΛΗΗΗΗ;;;», φώναξε ο Έλιοτ.

«Ναι, μικρέ. Χοχο! Καλά πώς βρέθηκε εσύ εδώ;;;», τον ρώτησε ο Άπατ.

«Δεν ξέρω», του απάντησε!

«Έλα πάμε, μέσα»!!!

Μπήκαν σε ένα τεράστιο σπίτι, στολισμένο σε κάθε σπιθαμή! Παιδάκια σαν και αυτόν έπαιζαν παντού!!! Ένιωθε όμορφα! Χορωδίες χαριτωμένων μικρών ξωτικών τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια!

«Είναι οι μπάντες των Πλύς Έγκεφ! Υπέροχες μελωδίες. Έτσι δεν είναι;;;», του λέει χαμογελαστά ο Άπατ. Ο Έλιοτ, όμως, ήταν αποσβολωμένος!

«Θα πρέπει να πεινάς και να διψάς», του είπε το αρχιξωτικό και τον έβαλε να καθίσει σε ένα  πελώριο τζάκι. «Κάτσε εδώ και έρχομαι».

Ξαφνικά με έναν τρόπο μαγικό μπροστά του εμφανίστηκε ένας πελώριος μπουφές με φαγητά! Ω, Θεέ μου!!! Τι λιχουδιές ήταν αυτές!!! Κρεατικά κάθε είδους, τυριά, πατατούλες τηγανιτές που δεν τέλειωναν ποτέ, χάμπουργκερ, σουβλάκια…

«ΕΛΑΤΕΕΕΕ ΞΩΤΙΚΑΑΑΑ. ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΟΟΟΟΟ»!

Τα ξωτικούλια έτρεξαν στον Έλιοτ και τον σήκωσαν στον «αέρα» σαν πρωταθλητή!

Και ωωωωωππππππ, ένα μεγάλο άλμα και βρισκόταν στο τραπέζι! Άρχισε να τρώει και να τρώει και να τρώει!

«ΚΑΤΙ ΛΕΙΠΕΙΙΙΙΙΙ! ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ», φώναξε ο Μίκρο Ντέμο, το πιο μικρό αλλά θαυματουργό ξωτικό του χωριού. Έλυνε όλα τα προβλήματα του Άγιου Βασίλη! Όταν κάτι πήγαινε στραβά, εκείνο φωνάζανε!

Ένα τεράστιο σιντριβάνι σοκολάτας εμφανίστηκε! «Έλα, βούτα μικρέ», του φώναξαν.

«Θα λερωθώ», τους απάντησε ξαφνιασμένος, μασώντας ένα κομμάτι καπνιστό χοιρινό με μέλι. «Το ξέχασες;;; Είσαι στο χωριό του Άη Βασίλη!!! Βούτα ντεεεε».

Βουτάει ο μικρός! Πώς έγινε αυτό;;; Ενώ ήταν μέσα, τα ρούχα του παρέμεναν πεντακάθαρα! Μπορούσε όμως να πιεί! Και ήταν τόσο νόστιμη!!! Η καλύτερη σοκολάτα που είχε δοκιμάσει στην ζωή του!!!

«ΧΟΧΟΧΟΧΟΧΟ», ακούστηκε από το βάθος! «Τι έχουμε εδώ;;;»

«Ναιιιιιι, ο Άη Βασίλης»! Ο μικρός Έλιοτ ένιωθε την καρδιά του να χτυπά!

Με μία μαγική κίνηση βρέθηκε στο πελώριο τζάκι στην αγκαλιά του.

«Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;;;», τον ρώτησε! Η φωνή ακουγόταν μέσα από τα παχιά γένια του! Τα χείλη του δεν μπορούσαν να φανούν.

«Δεν ξέρω Άη Βασίλη. Θα μου δώσεις παιχνίδια;;;», του λέει ξεψαρωμένος πλέον ο Έλιοτ.

«Και θα σου δώσω και θα παίξεις ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. Εμπρός ΞΩΤΙΚΑΑΑΑ. Εμφανίστε τον ΠΑΙΧΝΙΔΟΤΟΠΟ της Χαρ Πρόσον! Η Χαρ Πρόσον ήταν μια ξωτικίνα, η οποία σχεδίαζε όσα έκαναν τα παιδιά χαρούμενα.

Ένα τεράστιος παιχνιδότοπος με όλων των ειδών τα παιχνίδια και λούνα παρκ!!! Ο Έλιοτ άρχιζε να παίζει και να γελάει παρέα με τα ξωτικά και τα άλλα παιδάκια! Ο Άγιος Βασίλης ικανοποιημένος γύρισε προς την πόρτα, προκειμένου να πάει στο εργαστήριο. Είχε αφήσει κάτι στην μέση και έπρεπε να το τελειώσει άμεσα.

«ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΠΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ!!! ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩΩΩΩΩΩΩ»!

Ήταν η φωνή του Ρουφ Αδίστ, ενώ ξωτικού από το γένος των Luppe των πιο παρατηρητικών ξωτικών του Βορείου Πόλου. Δεν άφηνε το χέρι του μικρού Έλιοτ, ενώ πριν από λίγο είχαν πιαστεί για χορό!

Ο Άγιος Βασίλης προχώρησε ξανά προς το μέρος του μικρού με αργά βαριά βήματα!

«Τι συμβαίνει Ρουφ;;; Γιατί δεν αφήνεις το χέρι του μικρού», ρώτησε.

«Κοίτα μόνος σου και θα δεις», είπε ο Ρουφ.

Ο Έλιοτ άρχισε να νιώθει, όπως στο σπίτι των καταπιεστών γονιών του. Η χαρά είχε σταματήσει!

Ο Άγιος Βασίλης κοιτάει. Και ξαφνικά από τα μάτια του άρχισε να εκπέμπεται κάτι σαν σκοτεινός ατμός οργής. Έτσι μόνο μπορούσε να περιγραφεί!

«Πού είναι η τρύπα στο χέρι σου;;; Με ποιό θράσος μπήκες στο χωριό μου ΑΛΗΤΗ;;;», ούρλιαξε ο Άη Βασίλης.

Ο Έλιοτ ένιωθε παγωμένος. Δεν μπορούσε να ψελλίσει ούτε λέξη. Όλα γύρω του άλλαζαν! Οι μπάντες σταμάτησαν να παίζουν. Τα χαριτωμένα ξωτικά άρχιζαν να βγάζουν κοφτερά δόντια και αιχμηρά νύχια, τα υπόλοιπα παιδάκια τον κοίταζαν θυμωμένα και του έδειχναν την τρύπα στο χέρι τους, ο παιχνιδότοπος μετατράπηκε σε σκοτεινό και παγερό δωμάτιο.

 «ΝΤΕΕΜΜΜΟΟΟΟ. ΜΙΚΡΟΟΟΟΟ ΝΤΕΕΕΜΜΟΟΟΟ», φώναξε ο Άη Βασίλης!

Το ξωτικό που έλυνε τα προβλήματα, βρέθηκε ευθύς μπροστά του μόνο που τώρα είχε γίνει πελώριο και τρομακτικό!

«Πέταξέ τον έξω. Ακούς εκεί θράσος».

Ο Μίκρο Ντέμο τον άρπαξε και με μία κίνηση εκσφενδόνισε τον μικρό από το παράθυρο οροφής. Βρέθηκε μόνος ξανά στο χιόνι. Αυτή την φορά κανείς δεν ήταν εκεί για να τον βοηθήσει.

Άρχισε να περπατάει φοβισμένος. Απομακρύνθηκε από τα φώτα και τα χιλιάδες λαμπιόνια του χωριού.

Γύρω του υπήρχε μόνο απλωμένο σκοτάδι. Ξαφνικά στο βάθος φάνηκε μια μικρή φωτίτσα. Δεν είχε άλλη επιλογή! Θα την ακολουθούσε!

Ήταν ένα μικρό σπιτάκι στην μέση του πουθενά! Ο μικρός Έλιοτ χτύπησε την πόρτα. Εκείνη άνοιξε…

Μπροστά του βρέθηκε ένας κύριος! Ψηλός μελαχρινός με αυστηρό βλέμμα. Μειδίασε μόλις τον είδε.

«Έλα σε περίμενα»!

«Εμένα;;;», ρώτησε ο Έλιοτ. «Εσένα, ναι. Τι σου συνέβη;;;», τον ρώτησε.

«Κύριε, ξέρετε κάτι!», είπε στραβοκαταπίνοντας ο Έλιοτ.

«Τι συμβαίνει; Πες μου».

«Δεν είμαι τρυπημένος. Θα με διώξετε και εσείς;;;», είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Η πίεση που ένιωσε ήταν μεγάλη και ξέσπασε εκεί μέσα στο μικρό σπιτάκι που είχε ένα μικρό τζάκι που σιγόκαιγε.

Ο κύριος μειδίασε για δεύτερη φορά.

«Τα φαινόμενα απατούν. Όσα είδες εκεί που ήσουν, σου άρεσαν;;;», ρώτησε τον Έλιοτ.

«Ήταν ωραία ναι, αλλά δεν είμαι τρυπημένος. Και όλα άλλαξαν. Αν τρυπηθώ, ίσως με πάρουν πίσω. Δεν θέλω να κουράζω και εσάς. Πώς μπορώ να τρυπηθώ. Δεν θέλω να γυρίσω πίσω σπίτι μου. Θα με δείρουν που έχω αργήσει. Τι να κάνω;;;».

«Σςςςς. Ηρέμησε», μίλησε με καθησυχαστική φωνή ο κυριούλης στο μικρό σπιτάκι με το μικρό τζάκι να σιγοκαίει.

«Θες να σου δείξω κάτι;;;», συνέχισε.

«Ναι», είπε ο Έλιοτ.

«Με εμπιστεύεσαι;;; Θα μου δώσεις το χέρι σου που δεν έχει την τρύπα που έχουν οι υπόλοιποι;;;», τον ρώτησε.

«Ναι! Πάρε το………….Πω!!! Απίστευτο! Πόσο Φως! Πόση Χαρά. Πόσος καλός κόσμος. Και ωραία παιχνίδια! Διαφορετικά! Αλλιώτικα! Και πόσα μπορούσες να φτιάξεις μόνος σου!!! Γειά σας…Ξέρετε κάτι δεν είμαι τρυπημένος. Μπορώ να μείνω;;; Μπορώ;;; Χωρίς τρύπημα;;; Απίστευτο!!! Ευχαριστώ».

Ο μικρός βρέθηκε ξανά στο ξύλινο σπιτάκι!

«Τώρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», του λέει ο κυριούλης.

«Τι εννοείς», του απαντά ο μικρός.

«Σςςς ακού σε φωνάζουν! Σςςς…..ΣςςεΕλλλλ..… οττττ…ΈΕΕλιοοοοττττ! Ρε Έλιοτττ. Ξύπνα ρεεεε. Δεν ακούυυςςς;;;;».

Που βρισκόταν τώρα;;; Τα χέρια του ήταν ξανά μεγάλα!

«Ρε δεν ακούς. Πάμε να φύγουμε, θα αργήσουμε».

Βρισκόταν σε ένα στενό δωμάτιο. Μα ναι! Όνειρο ήτανε! Έπρεπε να πάει να κάνει κάποια ψιλοπράματα στο χέρι! Θα του έκαναν κάτι για να μπορεί να δουλέψει ως υγιής και ταυτοποιημένος πολίτης. Ειδάλλως τον περίμεναν άλλες δυσκολίες. Ήταν η τελευταία μέρα διορίας.

«Καλά, καλά ετοιμάζομαι», είπε στον φίλο του που τον ξύπνησε.

Σηκώνεται και πηγαίνει στον νιπτήρα δίπλα του! Ρίχνει νερό στα μούτρα του!

«Άντε να ξεμπερδεύουμε», σκέφτηκε. Τι ήταν όμως αυτό;;; Μια εικόνα στον διάδρομο. Δεν την είχε προσέξει. Πήγε πιο κοντά να την δει. Ένα μικρό σπιτάκι βυθισμένο στο χιόνι! Κάτι γράφει κάτω η εικόνα! Το παιδί, που ήταν κάποτε, ζούσε ακόμα στην καρδιά του, αλλά όχι πια στα μάτια του. Έβλεπε λίγο θολά, έπρεπε να πάει ακόμα πιο κοντά.

«Santa John’s House! Ο Άγιος των Χριστουγέννων».

Ναι, πράγματι ήξερε τι έπρεπε να κάνει!

«Άντε έλα, πάμε», του φωνάζει ο φίλος του.

«Ξέρεις κάτι. Δεν θα έρθω».

«Τι λες ρε κόψε τις μαλ.κίες», επέμενε ο φίλος του.

Δεν τον άκουγε πια. Άκουγε μόνο ένα μικρό τύμπανο να παίζει: «Ραπαπαμ-παμ, ραπαπαμ-παμ». Τα χέρια του έγιναν πάλι μικρά! Ήταν ξανά παιδί…! Όλα έγιναν φωτεινά! Πιο φωτεινά από τα λαμπιόνια των Χριστουγέννων.

Ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα, ακόμα και αν ήταν τα τελευταία!

«Ραπαπαπαμ… ραπαπαπαμ»!

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί