Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ο Κρόνενμπεργκ, η Άνοιξη της Πράγας, το Θεϊκό Τυρί… και η φάκα

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Το τελευταίο θρηνητικό θρίλερ του Κρόνενμπεργκ «Ο Κύριος των Νεκρών», το ιστορικό δράμα από την Τσεχία «Κύματα» και η εξόχως ενδιαφέρουσα γαλλική κομεντί «Θεϊκό Τυρί» ξεχωρίζουν από τις έξι συνολικά πρεμιέρες της Πρωτομαγιάς. Βεβαίως, υπάρχει και η «φάκα», η τελευταία παραγωγή της Marvel, «Thunderbolts*», που αναμένεται να τραβήξει και τους περισσότερους θεατές.

Θεϊκό Τυρί

(“Vingt Dieux”) Δραματική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λουίζ Κουρβουαζιέ, με τους Κλεμάν Φαβό, Μαϊγουέν Μπαρτελεμί, Λούνα Γκαρέ, Ματίς Μπερτράν, Ντιμίτρι Μποντρί κα.

Μπορεί στην Ελλάδα να έχουμε καλύτερα τυριά, ειδικά από μικρές οικογενειακές παραγωγές, απ’ ό,τι στη Γαλλία, αλλά μάλλον δύσκολα μπορούμε να βρούμε στη χώρα μας μια ταινία όπως της νεαράς πρωτόβγαλτης Λουίζ Κουρβουαζιέ.

Η 30χρονη Γαλλίδα σκηνοθέτιδα, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών κερδίζοντας το βραβείο Νεανικής Ταινίας και τιμήθηκε με δυο βραβεία Cesar (πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και νέου ηθοποιού), με σαφή προσανατολισμό, ξεκάθαρες ιδέες, αφηγηματική φρεσκάδα, καλογραμμένους χαρακτήρες και έξοχη οργάνωση, παρά τον μικρό προϋπολογισμό της, θα μας ξαφνιάσει ευχάριστα.

Ένα διαμαντάκι, γυρισμένο σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ελβετία, γνωστό για το φημισμένο τυρί κομτέ και τόπος καταγωγής της νεαρής σκηνοθέτιδας, που μέσα από μία ταπεινή ιστορία, σκιαγραφεί γοητευτικά το άτακτο πορτρέτο της αγροτικής νεολαίας, με έναν εγκάρδιο νατουραλισμό, που παραπέμπει στον ουμανιστικό κινηματογράφο του Κεν Λόουτς.

Ο Τοτόν, 18 ετών, περνά τον χρόνο του πίνοντας μπύρες και γυρνώντας με τους φίλους του. Όμως, ο θάνατος του πατέρα του, αλλάζει την καθημερινότητά του για πάντα, καθώς πρέπει να βρει τρόπο να κερδίσει τα προς το ζην και να φροντίσει τη μικρή αγαπημένη του αδελφή. Αν και θα απολυθεί από μία τοπική βιοτεχνία τυριού, ως ακατάλληλος, θα πάρει την απόφαση να φτιάξει το καλύτερο τυρί κομτέ, για να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στον αγροτικό διαγωνισμό και το χρηματικό έπαθλο των 30.000 ευρώ.

Ο γαλλικός ρεαλισμός ανακτά τη χαμένη του αίγλη, σε αυτή τη δημιουργία της Κουρβουαζιέ, η οποία, με το θάρρος της νιότης της, εμβαθύνει σε θέματα αλτρουισμού και ανθεκτικότητας, απώλειας και ενηλικίωσης, σε μια νεανική δραμεντί, στην οποία πρωταγωνιστεί ο ταλαντούχος πρωτοεμφανιζόμενος Κλεμάν Φαβό, ο οποίος ηγείται ενός νεανικού καστ απαρτιζόμενου από ερασιτέχνες ηθοποιούς.

Ο νεαρός ήρωας, αφήνοντας πίσω του το ταραγμένο παρελθόν, θα κοιτάξει κατάματα το αβέβαιο μέλλον, για να μπορέσει να σταθεί όρθιος στα δικά του πόδια, πέρα από τις δυσκολίες, κατακτώντας την υπευθυνότητα ενός ενήλικα, με την οποία δεν ήταν ποτέ εφοδιασμένος.

Στο ονειρικό τοπίο της αγροτικής περιοχής, ο ήρωας θα γνωρίσει και τον έρωτα, αλλά και τις υποχρεώσεις που έχει για τη μικρή του αδελφή, ενώ η απλότητα της ζωής και της ενέργειας, έρχεται σαν ένα δροσερό αεράκι από τα γειτονικά πανέμορφα βουνά της Ελβετίας.

Το φιλμ, που μπορεί να χάνει κάπου από την περιορισμένη ανάπτυξη του σεναρίου, προσφέρει μία δόση ελπίδας, όχι ακατανόητης, που συμβολίζεται στο πρόσωπο του έξοχου Φαβό, του παιδιού από την επαρχία, ίσως την τελευταία ευκαιρία για έναν κόσμο που είναι έτοιμος να υποταχθεί στις μηχανές, στα εφήμερα καλούδια και στα ανόητα πρότυπα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο 18χρονος Τοτόνε, που ξέρει μόνο να διασκεδάζει, θα προσγειωθεί απότομα στην πραγματικότητα ύστερα από ένα δυσάρεστο γεγονός και θα πρέπει να βρει τρόπο να ζήσει αυτός και η μικρή του αδελφή. Έτσι, αποφασίζει να φτιάξει το καλύτερο τυρί της περιοχής και να κερδίσει το έπαθλο των 30.000 ευρώ.

Ο Κύριος των Νεκρών

(“The Shrouds”) Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, γαλλικής και καναδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, με τους Βενσάλ Κανσέλ, Ντάιαν Κρούγκερ, Γκάι Πιρς, Ελίζαμπεθ Σόντερς, Σαντρίν Χολτ κα.

Ο 80άρης πλέον – κι αυτό φαίνεται, Ντέιβιντ Κρόνενπεργκ, είναι φανερό ότι είναι πληγωμένος ανεπανόρθωτα από τον θάνατο της συζύγου του Καρολίν, τόσο που σε αυτή την τελευταία του ταινία, μοιάζει να θέλει να ουρλιάξει για την απώλειά του. Στην πιο προσωπική του ταινία, αποτέλεσμα των βιωμάτων του, ο Κρόνενμπεργκ βάζει δίπλα στη μόνιμη θεματική του, τον σωματικό τρόμο, κάτι πιο τρομαχτικό, την αδυναμία να ελέγξει ένας άνθρωπος την απώλεια της μεγάλης του αγάπης, την εμμονή του να επικοινωνήσει μαζί της, ακόμη και μετά τον θάνατό της.

Ο Κρόνενμπεργκ των μεγάλων δημιουργιών, από τα εξαιρετικά φιλμ του μακρινού παρελθόντος «Η Μύγα» και «Οι Διχασμένοι», μέχρι τα σχετικά πρόσφατα «Επικίνδυνες Υποσχέσεις» και «Το Τέλος της Βίας», εδώ δείχνει την κόπωσή του, που πατσίζει όμως με τον συναισθηματικό του πλούτο, προκαλώντας συγκίνηση, τουλάχιστον για την αφοσίωσή του στη γυναίκα του. Άλλωστε, ο θάνατός της βρίσκεται σε κάθε κάδρο της ταινίας, ενώ ο ήρωάς του και Alter ego του σκηνοθέτη, Βενσάν Κασέλ, κουβαλάει μία ακατανίκητη θλίψη που τον οδηγεί σε μία απονενοημένη ιδέα, για να την κρατήσει δίπλα του.

Ο Καρς, ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, είναι απαρηγόρητος μετά από τον θάνατο της γυναίκας του και, αποφασίζει να ιδρύσει την εταιρεία GraveTech, καθώς έχει ανακαλύψει μια επαναστατική και αμφιλεγόμενη τεχνολογία που επιτρέπει στους ζωντανούς ανθρώπους να παρακολουθούν τους αγαπημένους τους νεκρούς μέσα στα σάβανα τους. Μια νύχτα, πολλοί τάφοι αυτής της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου της γυναίκας του, βεβηλώνονται με έναν πολύ άσχημο τρόπο. Ο Καρς ξεκινά για να εντοπίσει τους δράστες.

Μόνο που η απώλεια της συζύγου, ακολουθείται και από ακόμη αρκετές απώλειες ως προς την ύφανση της ταινίας και την αποτελεσματικότητά της. Ο Βενσάν Κασέλ, παρότι θυμίζει και εξωτερικά τον ίδιο τον σκηνοθέτη, δεν πείθει, οι φορτωμένοι αδιάκοποι διάλογοι δεν αφήνουν την υποβλητική μουσική του μόνιμου συνεργάτη του Χάουαρντ Σορ να πάρει τη θέση που της ανήκει, συνοδεύοντας την πορεία του θρήνου και της κάθαρσης. Παράταιρη μοιάζει και η υποϊστορία με κεντρικό χαρακτήρα τον Γκάι Πιρς, ενώ οι πολύ καλές ιδέες του σκηνοθέτη θολώνουν επικίνδυνα όσο προχωρά η ταινία.

Ωστόσο, ο Κρόνενμπεργκ, δεν κρύβει την ευαλωτότητά του, όπως και την ανθρωπιά του, με ένα θρίλερ, περισσότερο δραματικό, που συγκινεί, έστω και αν φαντάζει ως μία απολεσθείσα ευκαιρία για ένα σινεμά που δεν πρέπει να πεθάνει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Καρς είναι ένας επιφανής επιχειρηματίας. Απαρηγόρητος μετά τον θάνατο της γυναίκας του, αποφασίζει να ιδρύσει μια εταιρεία που ανακαλύπτει μια επαναστατική και αμφιλεγόμενη τεχνολογία, επιτρέποντας στους ζωντανούς ανθρώπους να παρακολουθούν τους αγαπημένους τους νεκρούς μέσα στα σάβανα τους.

Τα Κύματα της Άνοιξης

(“Waves”) Δράμα εποχής, τσέχικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γίρι Μαντλ, με τους Βόιτεχ Βοντοχόντσκι, Στάνισλαβ Μάγερ, Οντρέι Στούπκα, Τατιάνα Παουχόβα, Τόμας Μάσταλιρ, Μάρτιν Χόφμαν κα.

Μια ιστορία αδελφικής αγάπης κι ένας ύμνος στους δημοσιογράφους, αφοσιωμένους στην ελευθερία του λόγου, έρχεται και δένει με την καταπίεση των Σοβιετικών στον τσέχικο λαό και την περίφημη Άνοιξη της Πράγας, σε αυτό το καλογυρισμένο, ελαφρώς χολιγουντιανής κοπής, ιστορικό δράμα εποχής.

Το φιλμ του σχετικά νεαρού ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Γίρι Μαντλς, αποφεύγει ως ένα σημείο τη μονοδιάστατη προσέγγιση παρόμοιων θεμάτων σε ταινίες που έρχονται από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ για την πρόσφατη ιστορία τους, ενώ επιχειρεί ταυτόχρονα με χολιγουντιανή συνταγή να δώσει ηρωική διάσταση σε κάποιους δημοσιογράφους του τότε κρατικού ραδιοφώνου.

Με το βάρος της ευθύνης τού μεγαλύτερου αδελφού, ο Τόμας προσπαθεί να κρατήσει τον ακόμη ανήλικο Πάβελ δίπλα του και μακριά από το ορφανοτροφείο και να τον βοηθήσει να σπουδάσει. Ο Πάβελ, που μαζί με τους συνομήλικούς του διαμαρτύρεται κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος, θεωρεί τον αδελφό του συμβιβασμένο – ένα «λαπά». Ωστόσο, έπειτα από ένα τυχαίο γεγονός, ο Τόμας θα αφήσει την χωρίς απρόοπτα εργασία του και θα πιάσει δουλειά στο τσεχοσλοβακικό ραδιόφωνο ως τεχνικός, δίπλα σε μια ομάδα δημοσιογράφων που διατηρούν την επαγγελματική τους ακεραιότητα και αψηφούν τη λογοκρισία του καθεστώτος. Η μυστική αστυνομία, εκβιάζει τον Τόμας, με τον αδελφό του, για να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη δράση των δημοσιογράφων, των οποίων ηγείται η μορφή του Μίλαν Βάινερ. Μετά την πτώση του σταλινικού προέδρου Νοβότνι και την έλευση στην εξουσία των Ντούμπτσεκ και Σβόμποντα, που ήθελαν να εφαρμόσουν τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», παραχωρώντας αρκετές ελευθερίες στον λαό και τερματίζοντας τη λογοκρισία, όλοι αναθάρρησαν και πρώτοι απ’ όλους οι συνάδελφοι του Τόμας στον ραδιοφωνικό σταθμό. Όμως, αυτή η χαρά κράτησε λίγο, καθώς το 1968 ήρθε η επέμβαση των σοβιετικών, με τα γνωστά επακόλουθα. Ο Τόμας, θα είναι από τους πρωτεργάτες στην ιδέα της λειτουργίας του σταθμού ενώ έχουν ήδη μπει στην Πράγα οι στρατιωτικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας πρώτα τη διαφυγή του αδελφού του στην Αυστρία.

Η ταινία του Μαντλς, διαθέτει μια στρωτή αφήγηση, που στηρίζεται στο έξοχο μοντάζ του Φίλιπ Μάλασεκ, συνθέτει ικανοποιητικά το προσωπικό δράμα του βασικού ήρωα με τα ιστορικά γεγονότα και τους μαχόμενους δημοσιογράφους (υπαρκτά πρόσωπα), αλλά δεν αποφεύγει κι αυτός την απεικόνιση των καθεστωτικών ή των σοβιετικών ως καρικατούρες.

Τα ηθικά διλήμματα του ήρωα – να σώσει τον αδελφό του ή να συνεργαστεί με τη μυστική αστυνομία; – οι προσωπικές ιστορίες, η ηρωοποίηση των δημοσιογράφων, η συμβολή της καθολικής εκκλησίας στον αγώνα, περνούν και φεύγουν μάλλον αδιάφορα, μέχρι το τελευταίο μέρος, όπου η ταινία μετατρέπεται σε ένα κατασκοπικό θρίλερ και με τη βοήθεια του μοντάζ κερδίζει τις εντυπώσεις και καλύπτοντας την αμηχανία του σκηνοθέτη μπροστά στο μέγεθος της ιστορίας.

Κι ενώ ο Μαντλ δείχνει αναποφάσιστος προς τα πού να γύρει το βαρυφορτωμένο φιλμ του – προς τη σημασία των ιστορικών γεγονότων και των ηρωικών δημοσιογράφων ή προς το προσωπικό δράμα του βασικού χαρακτήρα; – φαίνεται κάπως αδύναμος να συνδυάσει επαρκώς και τα διαφορετικά είδη στα οποία ανοίγεται το φιλμ του. Ιστορική περιπέτεια, πολιτικό θρίλερ, ψυχολογικό δράμα ή μελόδραμα; Πάντως, στα υπέρ του είναι η αφηγηματική συνταγή που ακολουθεί και οι στέρεοι χαρακτήρες, που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον της ταινίας μέχρι το τέλος.

Αν εξέλειπε και η τελευταία σκηνή κραυγαλέου συμβολισμού στο φινάλε, για την πολιτική αφύπνιση και τη διατήρηση της φλόγας του αγώνα, ίσως να περιόριζε και τον έντονο μελοδραματισμό, που ρίχνει περαιτέρω το συνολικό αποτέλεσμα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στην Τσεχοσλοβακία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι από τις φοιτητικές εξεγέρσεις, ένας νεαρός τεχνικός εισέρχεται σε μία από τις πιο διάσημες αίθουσες σύνταξης του δημοσίου ραδιοφώνου. Πολύ γρήγορα, θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας επικίνδυνης σύγκρουσης ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τη μυστική υπηρεσία πληροφοριών. Καθώς τα γεγονότα επιταχύνονται, η ζωή του θα τεθεί σε άμεσο κίνδυνο.

Thunderbolts*

(“Thunderbolts”) Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τζέικ Σρέιερ, με τους Φλόρενς Πιου, Σεμπάστιαν Σταν, Λιούις Πούλμαν, Ντέιβιντ Χάρμπουρ, Γουάιατ Ράσελ, Όλγα Κιριλέγκο κα.

Μοιάζει με μια μικρή αναλαμπή της Marvel, έπειτα από μία μακρά σειρά αποτυχημένων υπερηρωϊκών ταινιών, που τονώνουν και την πεποίθηση πολλών σημαντικών σκηνοθετών και ηθοποιών – ακόμη και του Χόλιγουντ – ότι έφτασε η ώρα να κλείσει ο κύκλος της.

Έχοντας στο τιμόνι τον όχι και δημοφιλέστερο των σκηνοθετών, Τζέικ Σρέιερ («Χάρτινες Πόλεις»), η Marvel θυμάται κάτι από το ψυχαγωγικό σινεμά των πρώτων χρόνων της, με ένα φιλμ που η καταιγιστική δράση δένει με το υπερθέαμα και το ανθρώπινο στοιχείο με το χιούμορ, έστω κι αν αυτό ορισμένες φορές φαίνεται λίγο χοντροκομμένο.

Έτσι, στην 36η ταινία της Marvel και τελευταία της Πέμπτης Φάσης, εμφανίζονται για πρώτη φορά οι χαρακτήρες των Thunderbolts, αν και αυτόνομα έχουν ενταχθεί σε κάποιες ταινίες ή σειρές της εταιρείας. Και αυτό διότι, οι «Εκδικητές» δεν είναι διαθέσιμοι, όπως υπονοεί και ο αστερίσκος του τίτλου – ακόμη ένα διαφημιστικό εύρημα της παραγωγής.

Μια ομάδα ανεξάρτητων βετεράνων – όχι και των καλύτερων «παιδιών» – που είχαν ξεπουληθεί και βρεθεί στα κάτεργα, και μια δολοφόνος σε κατάθλιψη αποτελούν τον στόχο μιας παγίδας θανάτου που στήνει η διευθύντρια της CIA, και εξαναγκάζονται να αναλάβουν μια άκρως επικίνδυνη αποστολή. Για να τη φέρουν όμως εις πέρας, πρέπει να μάθουν πρώτα να λειτουργούν σαν ομάδα και να αντιμετωπίσουν τα πιο σκοτεινά σημεία του παρελθόντος τους.

Το συνταίριασμα διαφορετικών χαρακτήρων και η δημιουργία μίας ομάδας ασεβών και αντιηρωικών ηρώων, αλλά και η αίσθηση μίας σχετικά γήινης και προσιτής ιστορίας, καθώς και την υποχώρηση των πολλών ψηφιακών εφέ, που πραγματικά έχουν αρχίσει να κουράζουν απίστευτα, θα κάνει το φιλμ προσιτό και αρκετά φιλικό ακόμη και σε ανθρώπους που δεν τους αρέσει το σύμπαν της Marvel.

Οι πρωταγωνιστές δεν είναι και τόσο υπερήρωες, αλλά περισσότερο μία ομάδα παρεξηγημένων χαρακτήρων, που θυμίζει αμυδρά τους αντιήρωες του πολεμικού «Και οι 12 Ήταν Καθάρματα», καθώς τα ανθρώπινα στοιχεία υπερτερούν αυτών των υπερηρωικών και μάλλον ο στόχος της ταινίας είναι περισσότερο η πλάκα και η καθαρή απενοχοποιημένη διασκέδαση, παρά τα σχηματικά ηθικά διλήμματα, τα υπαρξιακά αδιέξοδα ή ακόμη και το μπακράουντ της ιστορίας.

Παρά ταύτα, η ταινία, που βλέπεται σχετικά ευχάριστα, αφήνοντας τις παραπάνω απαιτήσεις έξω από το σινεμά, κάποιες στιγμές δείχνει ξεκούρδιστη, ενώ φυσικά δεν λείπουν και τα κλισέ που έχει καθιερώσει η ίδια η Marvel και πλέον δεν φαίνονται ανεξάντλητα.

Το καστ, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, τουλάχιστον δείχνει να το διασκεδάζει και να εκμεταλλεύεται ως ένα βαθμό την ανθρώπινη διάσταση των χαρακτήρων.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια δολοφόνος σε κατάθλιψη, η Γέλενα Μπέλοβα συναντιέται με μία αναπάντεχη ομάδα απροσάρμοστων, προκειμένου να αντιμετωπίσει μια επικίνδυνη απειλή.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Λύτρωση

(“Salvable”) Ακόμη ένα φιλμ με το αγαπημένο κινηματογραφικό άθλημα, το μποξ, αλλά αυτή τη φορά βρετανικής παραγωγής (2025) και σε σκηνοθεσία Μπιορν Φράνκλιν και Τζόνι Μαρτσέτα. Στο σκηνοθετικό τους ντεμπούτο, οι δυο σκηνοθέτες, που έχουν μακρά πορεία στα μουσικά βίντεο, παρουσιάζουν ένα ψυχολογικό δράμα, ένα φιλμ επιβίωσης και ανθεκτικότητας, για τις προσωπικές σχέσεις και το πρότυπο του πατέρα, τοποθετώντας τον κεντρικό ήρωα στο ρινγκ. Το μποξ που αποθεώθηκε κατά καιρούς στη μεγάλη οθόνη, από το εξαιρετικό «Έπεσαν Σκληρά», με τον Μπόγκαρντ, το βραβευμένο με εννέα Όσκαρ «Ρόκι: Τα Χρυσά Γάντια» μέχρι και το ανεπανάληπτο «Οργισμένο Είδωλο» του Σκορσέζε, συνεχίζει να γοητεύει τους σκηνοθέτες, δίνοντάς τους τον χώρο να δημιουργήσουν διεισδυτικά και πολυεπίπεδα δράματα. Σε αυτό τον δρόμο μπήκαν και οι Φράνκλιν-Μαρτσέτα, με τον ήρωά τους, έναν παλαίμαχο σε πτώση πυγμάχο, πληγωμένο σωματικά και ψυχικά, να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, να παλέψει για την αγάπη, την οικογένεια και την ελπίδα. Με τους Τόμπι Κέμπελ, Σάια ΛαΜπέφ, Τζέιμς Κόσμο, Ελέιν Κάσιντι κα.

Η Περήφανη Πριγκίπισσα

(“Pysna Princezna”) Τσέχικο παραμύθι κινουμένων σχεδίων, που αποτελεί διασκευή της ομώνυμης ιστορίας της Μποζένα Νέμκοβα και ριμέικ του φιλμ με ηθοποιούς του 1952, από τους Ράντεκ Μπέραν και Νταβίντ Λίζι. Ο νεαρός βασιλιάς Μπέντζαμιν ταξιδεύει στο Βασίλειο του Μεσονυχτίου, αποφασισμένος να κερδίσει την καρδιά της περήφανης πριγκίπισσας Καρολίνας, που ζει υπό την επιρροή ύπουλων συμβούλων, παγιδευμένης σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων και εξουσίας. Το φιλμ προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, με τις φωνές των Νικολέτα Κουνενιδάκη, Βασίλη Παπαστάθη, Αργύρη Παυλίδη, Ανδρέα Ευαγγελάτο, Ακίνδυνο Γκίκα κα.

(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης / photo: pixabay)

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

ΠΑΡΑΞΕΝΑ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί