Ο Γιώργος Πέτρου, επικεφαλής της Καμεράτα – Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής και καλλιτεχνικός διευθυντής του ιστορικού «Internationale Händel Festspiele-Göttingen» στη Γερμανία, του παλαιότερου φεστιβάλ μπαρόκ όπερας στον κόσμο, έχει υπάρξει τακτικός προσκεκλημένος σε διάσημα θέατρα όπερας και αίθουσες συναυλιών. Μεταξύ αυτών η Σκάλα του Μιλάνου, το Θέατρο Λα Φενίτσε στη Βενετία, η Conscertgebouw στο Άμστερνταμ, η Βασιλική Όπερα των Βερσαλλιών, το Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων, οι Όπερες Λα Μονέ στις Βρυξέλλες, της Ρώμης, της Νίκαιας, του Στρασβούργου, της Στουτγάρδης, της Φρανκφούρτης, της Κολωνίας, της Ζυρίχης… Έχει, επίσης, εμφανιστεί σε μεγάλα φεστιβάλ, όπως του Σάλτσμπουργκ, της Όπερας Ροσίνι στο Πέζαρο, του Μπαρόκ στο Μπαϊρόιτ, το BBC Proms, ενώ έχει σκηνοθετήσει και υπογράψει αρκετές επιτυχημένες παραγωγές όπερας και μουσικού θεάτρου.
Το Σάββατο 12 Ιουλίου, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών επιστρέφει στην Αρχαία Μεσσήνη -τόπο καταγωγής της Μαρίας Κάλλας- για να παρουσιάσει στο Αρχαίο Θέατρο, στις 20:30, ένα από τα αριστουργήματα του ιταλικού λυρικού ρεπερτορίου: τη Norma του Vincenzo Bellini, σε συναυλιακή μορφή και με μια διεθνώς διακεκριμένη διανομή, υπό τη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου. Με αφορμή την παρουσίαση σε έναν από τους πιο εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας του έργου-σταθμού του ρομαντικού λυρικού θεάτρου κι ενός από τα πλέον απαιτητικά φωνητικά επιτεύγματα της Τέχνης bel canto, το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με τον Γιώργο Πέτρου για τη συναυλία, αλλά και για τις μουσικές διαδρομές του καταξιωμένου μαέστρου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Γ. Πέτρου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Ελένη Μάρκου:
Ερ. Τι θα ακούσουμε στην Αρχαία Μεσσήνη; Πώς έγινε η επιλογή της συγκεκριμένης θεματολογίας;
Απ. Η παρουσία του Μεγάρου Μουσικής στην Αρχαία Μεσσήνη είναι μια ιδέα του προέδρου του, Νίκου Πιμπλή, η οποία ξεκίνησε πέρσι με τη συναυλία του Λεωνίδα Καβάκου. Φέτος, μας ζητήθηκε να συμμετάσχουμε με την Καμεράτα. Η έμπνευση για τη συναυλιακή παρουσίαση της Norma του Bellini ήρθε από το γεγονός ότι η Αρχαία Μεσσήνη βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον τόπο καταγωγής της Μαρίας Κάλλας: το Νεοχώρι της Ιθώμης στη Μεσσηνία. Και επειδή πιστεύω ότι ακόμα μας στοιχειώνει η θρυλική «Νόρμα» της Κάλλας στην Αρχαία Επίδαυρο, θεώρησα ότι, ως φόρο τιμής, θα ήταν κατάλληλη η παρουσίαση του συγκεκριμένου έργου που η μεγάλη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα έχει σημαδέψει ανεξίτηλα όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι προέκυψε η ιδέα.
Ερ. Είναι η δεύτερη φορά που το Μέγαρο Μουσικής πηγαίνει στην Αρχαία Μεσσήνη. Πέρσι στο Εκκλησιαστήριο (με τον Λ. Καβάκο και το Apollωn Ensemble) και φέτος, στο Αρχαίο Θέατρο με την όπερα Νόρμα και την κορυφαία μεσόφωνο Καρίν Ντεέ, υπό τη μουσική σας διεύθυνση. Τι σημαίνει για εσάς ο αρχαιολογικός αυτός χώρος;
Απ. Είχα τη χαρά να δω τον αρχαιολογικό χώρο πριν από λίγους μήνες. Είναι συγκλονιστικός! Είναι πραγματικά συγκινητική η σπουδαία δουλειά που έχει γίνει εκεί, ανασκαφική και αναστηλωτική, έργο ζωής του αείμνηστου αρχαιολόγου Πέτρου Θέμελη. Πιστεύω ότι θα είναι μια πολύ εντυπωσιακή εμπειρία και για εμάς τους καλλιτέχνες αλλά και για το κοινό.
Ερ. Από το 2012, στο καλλιτεχνικό «τιμόνι» της Καμεράτα – Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, που σχετικά πρόσφατα έγινε ορχήστρα του Μεγάρου Μουσικής, διατηρώντας έκτοτε μαζί της θερμή καλλιτεχνική σχέση. Ποιους σταθμούς του συνόλου θα μνημονεύατε και γιατί;
Απ. Η Καμεράτα είναι μια ιστορική ορχήστρα. Ιδρύθηκε τα πρώτα χρόνια της ζωής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών από τον Χρήστο Λαμπράκη και διένυσε πολλά στάδια. Πέρασε από μια πολύ μεγάλη δοκιμασία την εποχή της οικονομικής κρίσης, όπως και όλη η Ελλάδα. Επειδή η Καμεράτα είχε κυρίως ιδιωτική υποστήριξη, διακόπηκαν οι χορηγίες εκείνη την περίοδο οπότε το σύνολο ταλαιπωρήθηκε πολύ. Αλλά ήταν και από τις πιο λαμπρές περιόδους στην ιστορία της. Είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή να είμαι μαζί με την Ορχήστρα εκείνη την περίοδο, όταν, μέσω των εμφανίσεων που πραγματοποιήσαμε σε Αθήνα και Ευρώπη, ακούστηκε πολύ το όνομά της, γράφηκαν ωραία πράγματα, έγιναν ηχογραφήσεις… Νομίζω ότι αυτός ήταν κι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους πρόσφατα, με την πρωτοβουλία του προέδρου του Μεγάρου Μουσικής, λύθηκε το μεγάλο θεσμικό πρόβλημα της Ορχήστρας η οποία πλέον ανήκει στο Μέγαρο Μουσικής.
Ερ. Και ποια είναι τα επόμενα σχέδια της Καμεράτα;
Απ. Είμαστε σε μια περίοδο επαναπροσδιορισμού. Η περσινή χρονιά λειτούργησε πιλοτικά, ήταν η πρώτη καλλιτεχνική περίοδος που λειτούργησε ως Ορχήστρα του Μεγάρου Μουσικής και τώρα ψάχνουμε τον δρόμο μας για να δούμε τι δυναμική έχει το σύνολο, καλλιτεχνικά και θεσμικά. Το συγκινητικό στην όλη υπόθεση είναι ότι όλες σχεδόν οι περσινές εμφανίσεις στην Αθήνα ήταν sold out -αυτό σημαίνει αγάπη από το μουσικόφιλο κοινό αλλά και μεγάλη εμπιστοσύνη. Αυτό μας φέρνει μπροστά και σε μια πολύ μεγάλη ευθύνη, αλλά θεωρώ ότι αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης για εμάς ότι το κοινό μας αγαπάει και μας πιστεύει.
Ερ. Από τη σεζόν 2021-2022, είστε ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν, ενός από τα ιστορικότερα φεστιβάλ όπερας παγκοσμίως (ιδρύθηκε το 1920!). Ποια είναι η έως τώρα εμπειρία σας από την καλλιτεχνική αυτή διεύθυνση;
Απ. Είναι το παλαιότερο φεστιβάλ μπαρόκ όπερας, αλλά και παλαιάς μουσικής στον κόσμο. Η μουσική θεματολογία του αφορά τη μουσική του Χέντελ και είναι πολύ μεγάλη χαρά και τιμή για μένα να ηγούμαι αυτού του φεστιβάλ, το οποίο λαμβάνει χώρα κάθε Μάιο για περίπου δύο εβδομάδες. Είναι ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ που ουσιαστικά έχει ανοίξει τον δρόμο στην μπαρόκ όπερας την οποία πλέον ο κόσμος αποδέχεται ως όπερα ρεπερτορίου και όχι ως κάτι περίεργο ή μια ιδιαίτερη μορφή. Η όπερα του 18ου αιώνα θεωρείτο τον 20ό αιώνα ένα σπάνιο φαινόμενο, το οποίο κατά καιρούς μπορεί κάποιοι να ασχολούνταν, αλλά δεν αποτελούσε βασικό μέρος ρεπερτορίου. Τώρα τα μεγαλύτερα θέατρα στον κόσμο έχουν τουλάχιστον μία ή δύο -ή και τρεις πολλές φορές- όπερες του Χέντελ, καθώς και άλλων συνθετών του 18ου αιώνα, στο ρεπερτόριό τους. Δηλαδή, παίζεται πολύ τακτικά αυτή η μουσική και με μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Ερ. Αυτό οφείλεται και στο Φεστιβάλ του Γκέτινγκεν;
Απ. Σίγουρα. Εκεί έγινε η πρώτη παρουσίαση όπερας του Χέντελ τον 20ό αιώνα, το 1920, όταν ο κόσμος δεν ήξερε καν τι είναι όπερες του Χέντελ. Μάλιστα, έμαθα και ένα χαρακτηριστικό γεγονός: Μετά την παρουσίαση της όπερας Ροντελίντα στο πρώτο φεστιβάλ του Γκέντινγκεν, τα επόμενα δύο χρόνια έγιναν γύρω στις 300 παρουσιάσεις όπερας Χέντελ ανά τον κόσμο. Ήταν εντυπωσιακή αυτή η παρουσίαση με τα μέσα και τα δεδομένα του τότε.
Ερ. Θεωρείστε από τους σημαντικότερους γνώστες παγκοσμίως της μουσικής μπαρόκ; Τι σας γοητεύει σε αυτή τη μουσική;
Απ. Είναι από τα είδη μουσικής που μιλάνε πραγματικά στην καρδιά μου. Από τις σπουδές μου ήδη, που δεν ήταν σχετικές με αυτό το είδος, είχα πάντα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην μπαρόκ μουσική. Και όταν ξαφνικά βρέθηκε κοντά μου, έπεσα με τα μούτρα μαζί με όλα τα πράγματα που έκανα.
Ερ. Ποια είναι η σχέση της όπερας μπαρόκ με νεότερες όπερες, π.χ. του 19ου αιώνα;
Απ. Υπάρχει μεγάλη σχέση ανάμεσα στο bel canto, το οποίο γεννήθηκε τον 18ο αιώνα με το bel canto του 19ου αιώνα. Η «Νόρμα», για παράδειγμα, δεν απέχει καν 100 χρόνια από την τελευταία όπερα του Χέντελ. Όμως, πολλές πρακτικές δεν τις ήξεραν οι μουσικοί της εποχής της Κάλλας, γιατί έκτοτε έχει προχωρήσει πολύ η μουσικολογική έρευνα. Έτσι, σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλύτερα πώς παιζόταν κάτι μετά το 1700 από ό,τι στις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε οι μουσικοί πήγαιναν βάσει πρακτικών της σύγχρονης εποχής. Κι αυτό είναι σημαντικό όχι για να αποκατασταθεί μια αυθεντικότητα, αλλά για να γνωρίζουμε την αφετηρία, τους μουσικούς κανόνες της οργανικής μουσικής, τους οποίες ουσιαστικά μεταφέρουμε στην ερμηνεία του σήμερα.
Ερ. Πώς θα συμβουλεύατε κάποιον/α που δεν έχει επαφή με τη μπαρόκ μουσική να την πλησιάσει;
Απ. Όπως πλησιάζει κάθε μουσική. Άλλωστε πλέον δεν συζητάμε για κάτι ιδιαίτερο, με την έννοια του άγνωστου. Ο κόσμος πηγαίνει κανονικά στις συναυλίες. Με την Καμεράτα, για παράδειγμα, όπου εμφανιστούμε, στην Αθήνα ή στην Ευρώπη, είμαστε πάντα γεμάτοι. Υπάρχει πολύ φανατικό κοινό γι’ αυτή τη μουσική, είναι πια μέρος του ρεπερτορίου. Δεκαπέντε χρόνια πριν δεν συνέβαινε αυτό. Σήμερα όμως, ισχύει.
Ερ. Είστε επίσης σκηνοθέτης έργων όπερας και μουσικού θεάτρου. Τι σας έλκει στη σκηνοθεσία; Ποιο έργο ετοιμάζετε (ή θα θέλατε) να σκηνοθετήσετε;
Απ. Ασχολούμαι με τη σκηνοθεσία γύρω στα 10 χρόνια. Είναι μια προέκταση των μουσικών μου αναζητήσεων, αλλά και της πιανιστικής μου εμπειρίας. Μέσα στα χρόνια που πέρασαν, κάπως εμφανίζονται μονοπάτια που σε βγάζουν σε νέα πεδία κι έτσι ανακαλύπτεις καινούργια πράγματα. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη αγάπη στο θέατρο, γι’ αυτό και ήταν κάτι που μου έλειπε ως πιανίστα. Μπαίνοντας όμως, στη διεύθυνση ορχήστρας -πόσο μάλλον όπερας-, ήρθα κοντύτερα στο θέατρο. Με αυτή την εμπειρία, μπήκε και το μικρόβιο της σκηνοθεσίας. Η επόμενη παραγωγή που θα σκηνοθετήσω είναι στην Ιρλανδία, στο Φεστιβάλ Όπερας του Γουέξφορντ. Πρόκειται για την τελευταία όπερα του Χέντελ «Δηιδάμεια» που αφορά τον μύθο του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας στη Σκύρο. Είναι ένα ενδιαφέρον έργο με πολλές ελληνικές προεκτάσεις.
Ερ. Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον και ποιο όνειρό σας θα θέλατε να υλοποιήσετε κάποια στιγμή;
Απ. Τώρα ετοιμάζουμε την επόμενη σεζόν της Καμεράτα. Δεν μπορώ να αποκαλύψω τίποτα ακόμα, αλλά σίγουρα θα είναι μια τολμηρή σεζόν, με σπουδαία έργα και πολλές ιδέες.
Είναι άπειρα τα όνειρα που θέλω να πραγματοποιήσω, δεν είναι ένα. Συνέχεια αυτό συμβαίνει, δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να έχει ένα όνειρο που ήθελε να πραγματοποιήσει. Τα όνειρα αλλάζουν, έρχονται και φεύγουν, ανάλογα με τα κέφια και με τις συγκυρίες του καιρού.
Ελένη Μάρκου – ΑΠΕ-ΜΠΕ / photo: pixabay