Η περίφημη επιστολή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων προς τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη…

ακόλουθη επιστολή του περιβόητου Αλή Πασά των Ιωαννίνων προς τον Μεγάλο Ναπολέοντα, όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη Πρώτος Ύπατος της Γαλλίας, αποτελεί ένα ιδιότυπο και περίεργο δείγμα της τέχνης της διπλωματίας του Τεπελενλή. Η επιστολή αυτή είναι παρμένη από τα Απομνημονεύματα του Ναπολέοντα, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1834 από τον εκδοτικό οίκο Louis Hauman στις […]

ακόλουθη επιστολή του περιβόητου Αλή Πασά των Ιωαννίνων προς τον Μεγάλο Ναπολέοντα, όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη Πρώτος Ύπατος της Γαλλίας, αποτελεί ένα ιδιότυπο και περίεργο δείγμα της τέχνης της διπλωματίας του Τεπελενλή.


Η επιστολή αυτή είναι παρμένη από τα Απομνημονεύματα του Ναπολέοντα, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1834 από τον εκδοτικό οίκο Louis Hauman στις Βρυξέλλες. Εκτός των άλλων, καταδεικνύει την απόλυτη εξουσία που ασκούσε ο Αλή Πασάς στην περιφέρειά του, την ανεξαρτησία του από την κεντρική διοίκηση των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη και τις διπλωματικές του σχέσεις με τους ηγεμόνες της Ευρώπης, σχέσεις δηλαδή ίσου προς ίσους και ανεξάρτητου προς ανεξάρτητους.

Ας αφήσουμε, όμως, τον ίδιο τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη να μας μιλήσει στα Απομνημονεύματά του για την “αλεπουδίσια πονηριά” του αιμοσταγούς σατράπη:

“Όταν, μετά τις θριαμβευτικές νίκες μου στο εξωτερικό, τακτοποίησα και τα πιο επείγοντα ζητήματα της Γαλλίας, έστρεψα την προσοχή μου και στην Εγγύς Ανατολή. Πρώτα-πρώτα, επιθυμούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια των υπόδουλων στην Τουρκία λαών κι έπειτα, να διοργανώσω την απελευθέρωσή τους από τον τραχύ ζυγό της δουλείας.

Τα κέρδη της πολιτικής μου αυτής, κέρδη και της Γαλλίας συγχρόνως, είναι εύκολο να τα φανταστεί κανείς. Άρχισα, λοιπόν, τις σχετικές μυστικές συνεννοήσεις αρχικά με τους Έλληνες. Οι οπλαρχηγοί των αρματολικιών της Ρούμελης και του Μοριά είδαν με ενθουσιασμό το μυστικό μου αυτό ενδιαφέρον. Μάλιστα, ο Μπέης της Μάνης και οι προύχοντες δέχτηκαν τους απεσταλμένους μου, που ήταν μέλη της οικογένειας Στεφανόπουλου, με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση.

Μα, η “αλεπουδίσια πονηριά” του περιβόητου Αλή Πασά των Ιωαννίνων αγρυπνούσε. Θαυμαστής μου, όπως μάθαινα από διάφορες εμπιστευτικές εκθέσεις, και ζηλότυπος, γιατί αποτεινόμουν σε άλλους και όχι σ’ αυτόν, σχετικά με την εγκαθίδρυση της γαλλικής επιρροής στην Εγγύς Ανατολή, μου έγραψε την παρακάτω επιστολή.

Την αντιγράφω αυτολεξεί, ως δείγμα της κολακείας του, της διπλωματικότητάς του, των κρυφών του σχεδίων εναντίον του κυρίαρχου Σουλτάνου του και των φόβων του για το στρατιωτικό γόητρο της Γαλλίας.

Ιδού, λοιπόν, η επιστολή του Αλή Πασά:

“Ιωάννινα, 1 Ιουνίου 1797
Ενδοξότατε Στρατηγέ,
Η εκτίμηση και η ευλάβεια την οποία τρέφω προς το άτομό σας, καθώς και προς το μέγα και ισχυρό έθνος σας, με παρακίνησε να επιδιώξω τη φιλία σας.

Έδωσα πάντοτε έως τώρα δείγματα των διαθέσεών μου απέναντί σας, περιποιούμενος με δώρα και τιμές κάθε ομοεθνή σας, ο οποίος τυχαίνει να επισκέπτεται το πασαλίκι μου.

Ας είναι μάρτυρες αψευδείς των ισχυρισμών μου οι κύριοι Ραγκονί, Υποπρόξενός σας στα Ιωάννινα και Ντανιέ, Προξενικός Πράκτοράς σας στην Άρτα. Αυτοί θα σας βεβαιώσουν με πόση χαρά πληροφορούμαι τις νίκες σας και πόσες ειλικρινείς ευχές αναπέμπω για τη νικηφόρα επικράτηση της Δημοκρατίας σας.

Θαυμάζω τα ηρωικά σας κατορθώματα, ενδοξότατε Στρατηγέ, μαζί με όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Επιθυμώ διακαώς την προσωπική σας φιλία και είμαι βέβαιος ότι θα την κερδίσω, διότι είμαι κι εγώ φιλοπόλεμος, όπως κι εσείς. Μάλιστα, η ομοιότητα αυτή των χαρακτήρων μας αποτελεί εγγύηση ασφαλή για την επιτυχία της σφοδρής επιθυμίας μου.

Ευαρεστηθείτε να μου την χαρίσετε και να μου δώσετε δείγματα ότι κι εσείς επιθυμείτε τη δική μου φιλία. Βεβαιωθείτε ότι θα κολακευθώ υπερβολικά, συνάπτοντας τις φιλικές αυτές σχέσεις με τον ήρωα της Γαλλίας.

Σας διαβεβαιώ, Στρατηγέ, ότι πάντοτε θα θεωρώ αληθινή ευχαρίστησή μου να παρέχω διακεκριμένες περιποιήσεις και αποτελεσματική υποστήριξη σε κάθε Γάλλο πολίτη, ο οποίος θα μου έκανε την τιμή να επισκεφτεί το κράτος μου.

Εκτιμώντας και θαυμάζοντας κυριολεκτικά την οργάνωση των στρατευμάτων σας και θέλοντας να διοργανώσω τον στρατό του κράτους μου σύμφωνα με τα υπέροχα διδάγματα της μεγαλοφυΐας σας, απευθύνω και μια θερμή παράκληση προς την Ενδοξότητά σας.

Επιθυμώ να μου στείλετε δύο Αξιωματικούς του Πυροβολικού Σώματος και δύο πυροβολητές, οι οποίοι να μένουν στην Αυλή μου και να χρησιμεύουν ως διοργανωτές και διδάσκαλοι των πρώτων στελεχών του πυροβολικού μου στρατού.

Ο μισθός τους, το κατάλυμα, οι ίπποι και η ακολουθία τους θα οριστούν με ιδιαίτερη διαταγή μου και πάντοτε, σύμφωνα με την τιμή και την αξιοπρέπεια, οι οποίες οφείλονται στους διακεκριμένους Αξιωματικούς της Ενδοξότητάς σας.

Θεωρώ ότι, σε τέτοιες περιστάσεις, θα ήταν επιβεβλημένο να διδάξουν τις νέες μεθόδους πολέμου τουλάχιστον για τέσσερα χρόνια. Στη δική μου, όμως, περίσταση, κρίνω ότι δύο χρόνια θα ήταν υπεραρκετά, καθότι έχω και πολλούς Έλληνες Αξιωματικούς στη φρουρά μου. Η νοημοσύνη και η αντίληψή τους εγγυώνται για την ταχεία εκμάθηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής, όπως η μεγαλοφυΐα σας την τελειοποίησε.

Περιμένω σχετική απόφασή σας. Κατανοείτε καλύτερα από εμένα πόσες ωφέλειες θα δει η πατρίδα σας, όταν συμβαίνει να έχει φίλο ισχυρό και αφοσιωμένο, όπως εγώ, στην Εγγύς Ανατολή. Και ο Υποπρόξενός σας στη βεζυρική Αυλή μου, ο εξοχότατος Ραγκονί, ασφαλώς θα σας έχει πληροφορήσει για τα όρια και τη δύναμη του κράτους μου.

Επίσης, θα σας πληροφόρησε ότι ο στρατός μου είναι το άνθος του σουλτανικού στρατού και ότι οι Πασάδες που τον διοικούν, δεν αναγνωρίζουν άλλον αφέντη από εμένα…”

Δε σταματάει εδώ η μακροσκελής επιστολή του περιβόητου Αλή Πασά του Τεπελενλή. Τεχνικοί υπαινιγμοί του μου φανερώνουν την επιθυμία του να θέσω το εκτεταμένο και πραγματικά κραταιό πασαλίκι του υπό την προστασία μου. Κάτω από αυτόν τον άσβεστο πόθο του κρύβονται, όχι και τόσο καλά βέβαια, τα όνειρά του να ξεφύγει και τυπικά από την κυριαρχία του Σουλτάνου του, γιατί ουσιαστικά έχει ξεφύγει από καιρό.

Έτσι τουλάχιστον ενθυμούμαι από μια πρόσφατη έκθεση του Πρεσβευτή μας από την Κωνσταντινούπολη, μέσα στην οποία μου σημειώνει την ανίσχυρη αγανάκτηση του Σουλτάνου κατά του Αχμέτ Πασά της Πτολεμαΐδας και του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

Και οι δύο αυτοί Πασάδες πλήρωσαν πρόθυμα και πονηρά τους σχετικούς φόρους στους σουλτανικούς απεσταλμένους, συγχρόνως, όμως, σκηνοθέτησαν τόσο τεχνικές δολοφονικές ενέδρες εναντίον των εισπρακτόρων της Πύλης, ώστε και τα χρήματά τους ξαναπήραν πίσω και στα μάτια της κεντρικής διοίκησης φάνηκαν ως ευπειθείς υπήκοοι.

Βέβαια, τέτοιο περίπαιγμα δεν το χώνεψαν εύκολα στην Κωνσταντινούπολη. Προσποιήθηκαν, όμως, ότι το έχαψαν, γιατί και οι δύο αυτοί Πασάδες είναι ισχυρότατοι, περιφρονούν σχεδόν φανερά τα σουλτανικά φιρμάνια, έχουν στήσει “κράτος εν κράτει”, κάνουν του κεφαλιού τους και γενικά, διοικούν τις σατραπείες τους εντελώς ανεξάρτητοι κατ’ ουσίαν από την Υψηλή Πύλη.

Μου προξενεί μεγάλη χαρά η επιστολή αυτή του Αλβανού σατράπη των Ιωαννίνων. Αδιαφορώ, φυσικά, για τις κολακευτικές του φιλοφρονήσεις, με τις οποίες είναι κατάμεστη η επιστολή για το άτομό μου και βλέπω σε αυτή μόνο την ευκαιρία και τη δικαιολογία μελλοντικών επεμβάσεών μου στην Εγγύς Ανατολή.

Ως σύμμαχος της Γαλλίας, είναι υπολογίσιμος ο Τεπελενλής. Το κρατίδιό του έχει πολλά εκλεκτά και φιλοπόλεμα στοιχεία, τα οποία, αν οργανωθούν σωστά, γίνονται ένας μαχητικότατος πυρήνας μιας μεγάλης στρατιάς.

Για όλους αυτούς τους λόγους υπέβαλα στην κρίση των συναδέλφων μου την επιστολή του και συνηγόρησα ένθερμα για την ικανοποίηση των αιτημάτων του.

Η συζήτηση, πράγματι δε διήρκεσε πολύ. Εξουσιοδοτήθηκα να στείλω την επιστολή του Αλή Πασά στην αρμόδια επί των στρατιωτικών θεμάτων επιτροπή και σημείωσα να μου υποβάλουν έναν κατάλογο Αξιωματικών, ικανών για μια τέτοια αποστολή.

Και σε αναμονή των περαιτέρω ενεργειών της επιτροπής, έστρεψα την προσοχή μου στο ζήτημα της τακτοποίησης των φιλικών σχέσεών μου με την Αυτού Αγιότητα, τον Πάπα Πίο τον ΣΤ’”.


Αυτή, λοιπόν, ήταν η περίφημη επιστολή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων προς τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Μια επιστολή γεμάτη κολακείες, αλλά και πονηρούς υπαινιγμούς, που σκοπό είχαν να ενδυναμώσουν την κυριαρχία του Τεπελενλή.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 30/01/1939…

Από strangepress, ΦΩΤΟ eurokinissi

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί