Η επιστολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στον Ιμπραήμ…

Μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που έλαβε χώρα στις 20 Οκτωβρίου του 1827, και προπάντων μετά την κάθοδο του Καποδίστρια στην Ελλάδα, οι πολεμικές επιχειρήσεις σχεδόν σταμάτησαν. Έλληνες και Τούρκοι, αποκαμωμένοι πια, είχαν κάνει ένα είδος σιωπηρής ανακωχής κι έμεναν στις θέσεις στις οποίες είχαν ήδη βρεθεί.

“Η ναυμαχία του Ναυαρίνου”, ελαιογραφία του Γάλλου ζωγράφου Louis Ambroise Garneray (1783 – 1857)
“Η ναυμαχία του Ναυαρίνου”, ελαιογραφία του Γάλλου ζωγράφου Louis Ambroise Garneray (1783 – 1857)
Ωστόσο, κατά τις αρχές του Φεβρουαρίου του 1828, διαδόθηκε ότι οι Τούρκοι, ξεκινώντας από το στρατόπεδό τους στη Μεθώνη, κατέκλυσαν με άφθονο στρατό και ιππικό τη Μεσσηνία, κατευθυνόμενοι προς την Τρίπολη. Αμέσως, πανικός κατέλαβε όλους τους κατοίκους των περιοχών αυτών, γιατί άρχισαν να φοβούνται καινούριες συμφορές.

Οι Τούρκοι, όμως, αφού διέσχισαν τη Μεσσηνία, ανέβηκαν ήσυχοι στην Τρίπολη, χωρίς να αναμετρηθούν πουθενά με τους Έλληνες και χωρίς να πειράξουν καθόλου τους κατοίκων των μερών από τα οποία περνούσαν. Στην Τρίπολη, τελικά, οι Τούρκοι έμειναν για δέκα μέρες. Κύριος σκοπός της επιχείρησης αυτής ήταν να εκκενώσουν την πόλη από τη φρουρά που είχαν αφήσει σ’ αυτή και να παραλάβουν το άφθονο πολεμικό υλικό που είχαν αποθηκευμένο εκεί.


Αφού τα έκαναν αυτά, ο Ιμπραήμ Πασάς διέταξε τα στρατεύματά του να βγουν από την πόλη και να παραταχθούν κατά τάγματα προς τον δρόμο των Καλαβρύτων. Τότε, έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να εφοδιαστούν με κασμάδες, φτυάρια και άλλα παρόμοια εργαλεία. Τους έβαλε να προσευχηθούν και κατόπιν τους όρκισε να μην αφήσουν τίποτε όρθιο στην Τριπολιτσά, να γκρεμίσουν και να καταστρέψουν τα πάντα. Τους είπε, μάλιστα, ακόμα και τα κουτάλια να σχίσουν στα δυο και τους πάτους των μπουκαλιών και τα κεραμίδια να σπάσουν! Οι στρατιώτες ορκίστηκαν με ιαχές τρεις φορές ότι θα συμμορφώνονταν με τις διαταγές του Πασά τους.

Έπειτα, ο Ιμπραήμ χώρισε τον στρατό του σε δύο σώματα και έβαλε τους μουσικούς του να παίζουν ακατάπαυστα. Ενώ στο ένα από τα σώματα αυτά οι στρατιώτες ξεκίνησαν να γυμνάζονται μπροστά στην Αγία Βαρβάρα, οι άλλοι στρατιώτες του άλλου σώματος, αφού έστησαν τα όπλα τους σε πυραμίδες, πήραν τα εργαλεία τους και άρχισαν να γκρεμίζουν το τείχος της πόλης, ισοπεδώνοντάς το.

Συγχρόνως, μέσα στην πόλη, άλλα στρατιωτικά αποσπάσματα άνοιγαν υπονόμους κάτω από τα μεγάλα κτίρια, τα τζαμιά, τις εκκλησίες και τους λουτρώνες. Έτσι, γκρέμιζαν και τίναζαν στον αέρα όλα τα οικοδομήματα και μόνο τις βρύσες άφησαν απείραχτες, για να προμηθεύονται νερό.

Το φριχτό τούτο πανηγύρι βάστηξε πέντε ολάκερες μέρες. Από μακριά, σκορπισμένοι στα γύρω βουνά, οι Έλληνες παρακολουθούσαν το έργο της καταστροφής και περίμεναν την ώρα που θα έφευγαν οι Τούρκοι, για να μπουν μέσα στην πόλη και να αρπάξουν τα λάφυρα που θα έβρισκαν εκεί.

Το μόνο που δεν κατέστρεψαν οι Τούρκοι στην Τριπολιτσά ήταν η λεγόμενη Πύλη του Λεονταρίου, γιατί από αυτήν είχε πρωτομπεί ο Ιμπραήμ στην πόλη και απ’ αυτή είχε βάλει στον νου του να φύγει. Αλλά τη γκρέμισαν κι αυτή οι Έλληνες αργότερα κι έτσι, δεν άφησαν κανένα μνημείο από την πολυβασανισμένη αυτή πόλη της Επανάστασης.

Αφού ολοκλήρωσε το έργο αυτό της άγριας καταστροφής, ο Ιμπραήμ με τον στρατό του επέστρεψε στη Μεσσηνία.


Μετά την καταστροφή της Τριπολιτσάς, ο Καποδίστριας διαμαρτυρήθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις για την πράξη αυτή του Ιμπραήμ. Μα, ο Αιγύπτιος Αρχιστράτηγος απάντησε τότε ότι, εάν οι Δυνάμεις αποζημίωναν τον Σουλτάνο για την καταστροφή του στόλου του στο Ναυαρίνο, τότε κι αυτός ήταν πρόθυμος να ανοικοδομήσει την Τρίπολη.

Εν τούτοις, μετά την αναχώρηση του Ιμπραήμ, αρκετοί Τούρκοι, πεζοί και ιππείς, έμειναν στην πόλη και κρύφτηκαν στα χαλάσματα. Οι Έλληνες που βρίσκονταν ολόγυρα, δεν το γνώριζαν αυτό και νομίζοντας ότι ο τόπος είχε ερημώσει, μπήκαν μέσα. Οι Τούρκοι ευθύς τους περικύκλωσαν και έπιασαν περίπου τριάντα από αυτούς. Οι υπόλοιποι πρόφτασαν και ταμπουρώθηκαν μέσα σ’ ένα γκρεμισμένο οίκημα, από όπου άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των Τούρκων, από τους οποίους σκότωσαν πολλούς.

Ο Ιμπραήμ, που πληροφορήθηκε τις εξελίξεις αυτές στον δρόμο, αμέσως έστειλε στην Τριπολιτσά τον μυστικοσύμβουλό του, τον Μπακή Εφέντη, έναν Τούρκο Τριπολιτσιώτη, για να σταματήσει τη συμπλοκή. Αυτός, λοιπόν, φτάνοντας εκεί, διέταξε τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν αποκλείσει τους Έλληνες μέσα στα ερείπια, να αποτραβηχτούν.

Οι Τούρκοι, όμως, επειδή οι Έλληνες είχαν σκοτώσει μερικούς συντρόφους τους, όπως προείπαμε, του δήλωσαν πως μόνο αν σκότωναν κι αυτοί τους Έλληνες θα έφευγαν. Είχαν κάνει, μάλιστα, όρκο γι’ αυτό.

Τότε, ο Μπακή Εφέντης φώναξε απ’ έξω τους Έλληνες να πάψουν το τουφεκίδι, να παραδοθούν σ’ αυτόν και τους ορκίστηκε ότι αναλάμβανε αυτός την ευθύνη για τη ζωή τους. Οι Έλληνες δέχτηκαν τους όρους του και ο Μπακή Εφέντης, αφού τους παρέλαβε, τους οδήγησε τελικά στον Ιμπραήμ.

Εκεί, όμως, οι Τούρκοι, των οποίων τους συντρόφους είχαν σκοτώσει οι Έλληνες στην Τριπολιτσά, παρουσιάστηκαν στον αρχηγό τους, ζητώντας να τους παραδώσει τους αιχμαλώτους, για να βάλουν τέλος στη ζωή τους κι έτσι, να εκδικηθούν για τον χαμό των δικών τους. Ο Ιμπραήμ, για να καθησυχάσει τους στρατιώτες του και για να σώσει τους Έλληνες, διέταξε και τους έκοψαν τα μαλλιά αντί για τα κεφάλια.

Εν τω μεταξύ, οι συγγενείς των Ελλήνων αιχμαλώτων έτρεξαν πίσω από την οπισθοφυλακή των Τούρκων, άνοιξαν κλεφτοπόλεμο μαζί τους, σκότωσαν τέσσερις-πέντε κι αιχμαλώτισαν άλλους έξι, τους οποίους οδήγησαν στο φρούριο της Καρύταινας, όπου είχαν και τους άλλους Τούρκους αιχμαλώτους.


Ο Ιμπραήμ έβαλε έναν από τους αιχμαλώτους, τον Κωνσταντή Γιαννακόπουλο κι έγραψε στον αδελφό του τον Νικολή να ελευθερώσει όσους είχαν πιάσει και να μηνύσει στον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, να στείλει κι αυτός όσους άλλους είχε φυλακισμένους στο φρούριο κι αυτός του έδινε τον λόγο του ότι θα ελευθέρωνε κάθε Έλληνα κρατούμενο.

Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, όμως, φοβούμενος μήπως τον ξεγελάσει ο Ιμπραήμ, δεν απέλυσε τους αιχμαλώτους. Ο Αιγύπτιος Αρχιστράτηγος διέταξε τότε και του παρουσίασαν όλους τους αιχμαλώτους που είχε κοντά του. Τους άφησε ελεύθερους, λέγοντάς τους:

Εγώ σας αφήνω να φύγετε και δεν κόβω τα κεφάλια σας, για χάρη της παλικαριάς του Γενναίου, στον οποίο να υποβάλετε τα σέβη μου, να πείτε τα χαιρετίσματά μου και αυτός ας κάμει ό,τι θελήσει!

Ο Αρχιστράτηγος των Ελλήνων, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μόλις είδε ελεύθερους τους Έλληνες και έμαθε όσα είχε πει ο Ιμπραήμ για τον γιο του, τον Γενναίο, διέταξε πάραυτα να ντύσουν και να ποδίσουν τους Τούρκους αιχμαλώτους και τους άφησε να φύγουν. Τους έστειλε στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ μαζί με δυο καπεταναίους, στους οποίους έδωσε και την εξής ακόλουθη επιστολή:

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (03/04/1770 – 04/02/1843)
Υψηλότατε, την αρετή του ανθρώπου ακόμα και οι ίδιοι του οι εχθροί τη θαυμάζουν. Ο προχθεσινός ηρωισμός σου στην απελευθέρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων στην Τριπολιτσά με κίνησε και σε έπαινο και σε θαυμασμό. Το ωραίο σου παράδειγμα βιάστηκα να το μιμηθώ και ιδού, παραιτώ κι εγώ ελεύθερους τους Τούρκους αιχμαλώτους που έχω στην εξουσία μου, αλλά ας απαλλαγούν και όσοι βρίσκονται στο εσωτερικό της Καρύταινας.

Επειδή η τύχη του πολέμου είναι κοινή, ας απαλλάξουμε τους δυστυχείς αιχμαλώτους από τα δεσμά της δουλείας και ας ανοιχθεί ανάμεσά μας ένα νέο στάδιο δόξας, δηλαδή ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον στη φιλανθρωπία απέναντι σε όσους έχουν φυλακιστεί στα αντίπαλα στρατόπεδα.

Η ιστορία των εθνών ετράνωσε περισσότερο τα ονόματα εκείνων που νίκησαν τα πάθη τους από εκείνους που σκέπασαν τη γη με τα αμέτρητα πτώματα των εχθρών τους.

Δείξε, λοιπόν, σε όλο τον κόσμο ότι δεν έχεις καμία ομοιότητα με τους εξολοθρευτές, αλλά επιθυμείς την αληθινή δόξα του πολέμου.

Η επιστολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στον Ιμπραήμ έμεινε στην Ιστορία και αποκάλυψε το μεγαλείο της ψυχής ενός ανεπανάληπτου Έλληνα, ενός γνήσιου ήρωα.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 05/09/1929…

Από strangepress

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί