«Η προηγούμενη χρονιά, επιβεβαίωσε την ανθεκτικότητα του ελληνικού τουρισμού, σε μία εποχή πολλαπλών ανατροπών και αβεβαιοτήτων» ανέφερε πριν από λίγο από το βήμα της κλειστής συνεδρίασης της 33ης τακτικής γενικής συνέλευσης ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχιερήσεων, Γιάννης Παράσχης.
Σύμφωνα με τον κ. Παράσχη, «η χρονιά που μας πέρασε απέδειξε στην πράξη πως ο ελληνικός τουρισμός δεν είναι απλώς ένας ισχυρός τομέας της οικονομίας αλλά αποτελεί τον σταθεροποιητή της. Ο τομέας μας διεύρυνε το αποτύπωμά του, επιβεβαίωσε τη συμβολή του και στήριξε ουσιαστικά την κοινωνική και μακροοικονομική ισορροπία της χώρας».
Συγκεκριμένα, όπως είπε, οι αφίξεις από το εξωτερικό (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας), ξεπέρασαν τα 40,7 εκατ., επίδοση που αντανακλά τόσο τη διατήρηση της ισχυρής ζήτησης, όσο και την ικανότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις. Συνολικά, τα τουριστικά έσοδα για το 2024 ανήλθαν σε 21,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 5,4%. Με άμεση συνεισφορά 30,2 δισ. ευρώ το 2024, ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ, και σημαντικά υψηλότερη έμμεση συνολική συμβολή στην οικονομία του τόπου, ο τουρισμός συνιστά καταλύτη για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Το 84,4% των τουριστικών εισπράξεων προέρχεται από τον εισερχόμενο τουρισμό, ο οποίος καλύπτει το 71,5% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Επιπλέον, ο τομέας υποστηρίζει το 16,5% της απασχόλησης, δημιουργώντας πάνω από 700 χιλιάδες εργασίας στην αιχμή της τουριστικής περιόδου επιβεβαιώνοντας τη συμβολή του όχι μόνο στα δημόσια έσοδα, αλλά και στη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας.
Εστιάζοντας στο 2025, ο κ. Παράσχης τόνισε ότι τα μηνύματα συνεχίζουν να είναι θετικά και αυτό τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ και της ΤτΕ, σύμφωνα με τα οποία από τις αρχές του χρόνου μέχρι και τις αρχές Ιουνίου οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, παρουσιάζουν αύξηση κατά +7% σε σχέση με το 2024.
«Σε επίπεδο ταξιδιωτικών εισπράξεων, την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2025, διαμορφώθηκαν στα (1,073) ένα δισεκατομμύριο, 73 εκατομμύρια ευρώ με άνοδο κατά +4,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Την ίδια στιγμή, ο προγραμματισμός αεροπορικών θέσεων για την περίοδο Μαρτίου – Οκτωβρίου του 2025 παρουσιάζει αύξηση της τάξεως του 5,3%, κάτι που μας κάνει συγκρατημένα αισιόδοξους, αλλά πάντα προσεκτικούς στις εκτιμήσεις μας» τόνισε.
Αναφορικά με τις προτεραιότητες και τις διεκδικήσεις του ΣΕΤΕ για το 2025, ο κ. Παράσχης υπογράμμισε ότι είναι σαφώς προσδιορισμένες και βασίζονται σε συνεχή θεσμικό διάλογο με τα αρμόδια υπουργεία, και την διαμόρφωση θέσεων, σε συνεργασία με τις κλαδικές μας ενώσεις και το σύνολο του τομέα.
Συγκεκριμένα, για τα θέματα που αφορούν στην ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, το σημαντικότερο διαρθρωτικό ζήτημα που παραμένει σε εκκρεμότητα και επηρεάζει επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα είναι το χωροταξικό. Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι θεμέλιο για βιώσιμη ανάπτυξη και ασφάλεια δικαίου. Η θεσμοθέτηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου Τουρισμού η οποία παραμένει σε εκκρεμότητα είναι απολύτως αναγκαία για να υπάρξει ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο για τις τουριστικές επενδύσεις. Παράλληλα, απαιτείται εναρμόνιση με τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια για αποφυγή αντιφάσεων και αυθαίρετων ερμηνειών που δημιουργούν ανασφάλεια και στρεβλώσεις. Χωρίς ασφάλεια δικαίου, σοβαρές επενδύσεις δεν θα υλοποιηθούν και η φέρουσα ικανότητα των προορισμών θα κινδυνεύσει.
Αναφορικά με το ζήτημα των βραχυχρόνιων μισθώσεων, σημείωσε ότι η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί πλέον μια παγκόσμια τάση που ανταγωνίζεται την κλασσική ξενοδοχεία. Στη χώρα μας μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ ο αριθμός των κλινών βραχυχρόνιας μίσθωσης πιθανότατα ξεπερνά την περίοδο αιχμής αυτόν των ξενοδοχείων. Η ανεξέλεγκτη αυτή ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε αρκετές περιοχές της χώρας έχει προκαλέσει στρεβλώσεις τόσο στην τουριστική εμπειρία όσο και στην καθημερινότητα των κατοίκων. «Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και ειδικότερα του Υπουργείου Τουρισμού στο ζήτημα αυτό τα τελευταία χρόνια είναι αξιοσημείωτες», σύμφωνα με τον κ. Παράσχη, «όμως ο ΣΕΤΕ έχει σταθερή θέση υπέρ ενός στιβαρού κανονιστικού πλαισίου που διαχωρίζει την επαγγελματική από την ιδιωτική δραστηριότητα, διασφαλίζει τη φορολογική ισοδυναμία, προάγει την αποτελεσματική εκμετάλλευση της αξιοποιήσιμης γης και προστατεύει την κατοικία και την κοινωνική συνοχή. Έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες θέσεις για τα ζητήματα προδιαγραφών, φορολογίας και των απαραίτητων ελέγχων των καταλυμάτων που προσφέρονται από ψηφιακές πλατφόρμες» ανέφερε.
Την ίδια ώρα, η επιβολή και οι διαδοχικές αυξήσεις του Τέλους Ανθεκτικότητας, η αύξηση του τέλους περεπιδημούντων χωρίς τη δυνατότητα ουσιαστικής διαβούλευσης και χωρίς σαφή ανταποδοτικότητα, ανέδειξε ένα βαθύτερο πρόβλημα: την ανάγκη μιας πιο προβλέψιμης, δίκαιης και συμμετοχικής φορολογικής πολιτικής για τον τουρισμό. Ο ΣΕΤΕ ζητά ανασχεδιασμό των σχετικών πολιτικών, ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε μέτρο επιβάρυνσης, επιστρέφει σε σημαντικό βαθμό στις τοπικές κοινωνίες ενισχύοντας τις τοπικές υποδομές στις περιοχές που υποδέχονται τους επισκέπτες.
Το διάστημα αυτό εκπονείται με το ΙΝΣΕΤΕ και την PWC μελέτη για την τεκμηρίωση και ανάδειξη του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας που προκύπτει από την συνολική φορολόγηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος σε σχέση με τους ανταγωνιστές στην Μεσόγειο. «Ζητούμε έναν επανασχεδιασμό της φορολογίας και των επιβαρύνσεων με στόχο τον εξορθολογισμό και την αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην δίκαιη και κατ’ αναλογία συμμετοχή του τουρισμού στα δημοσιονομικά βάρη και στην χρηματοδότηση ενεργειών που συνδέονται με την προσαρμογή στην κλιματική κρίση χωρίς όμως να διακυβεύεται η ανταγωνιστικότητα του τομέα» σημείωσε.
Ειδική αναφορά έκανε και για την αναβάθμιση των υποδομών τονίζοντας ότι «είναι καθοριστική για την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος. Ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις τρέχουν, στο θέμα της αναβάθμισης των δημόσιων υποδομών καθυστερούμε. Χρειαζόμαστε στοχευμένες παρεμβάσεις σε λιμάνια, μαρίνες οδικά δίκτυα, ύδρευση, αποχέτευση, διαχείριση απορριμμάτων και ενέργειας. Η ανταποδοτικότητα των τελών πρέπει να διασφαλίζει ότι οι σχετικοί πόροι επιστρέφουν σε έργα και υπηρεσίες που ενισχύουν την ποιότητα των τουριστικών προορισμών».
Επίσης, αναφέρθηκε στο ζήτημα των χρηματοδοτήσεων. Όπως είπε: «η ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού είναι οι χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις σε όλη την χώρα. Η ελλιπής πρόσβαση σε χρηματοδότηση παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές. Στις προηγούμενες προκηρύξεις του Αναπτυξιακού Νόμου αλλά και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ η πλειονότητα των τουριστικών αιτήσεων έμεινε χωρίς χρηματοδότηση, δημιουργώντας σημαντικό απόθεμα ώριμων επενδυτικών σχεδίων που δεν έχουν προχωρήσει. Με τον πρόσφατο ψηφισμένο νέο Αναπτυξιακό Νόμο, είναι όμως κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι οι νέοι πόροι και τα κίνητρα θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του τουριστικού τομέα. Στόχος μας είναι να δούμε ένα Αναπτυξιακό Νόμο πραγματικά φιλικό προς την τουριστική επένδυση τόσο για μεγάλες αλλά κυρίως για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις».
«Ο τουρισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει — να απουσιάζει από τον κεντρικό σχεδιασμό για τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, έστω και συμβολικά, απουσιάζει στο προοίμιο η ρητή αναφορά στον τουρισμό. Για έναν τομέα που συμβάλλει τόσο σημαντικά στην ελληνική οικονομία, η αναγνώριση του ρόλου του και στο επίπεδο του αφηγήματος για το παραγωγικό μοντέλο παραμένει, κατά τη γνώμη μας, απολύτως αναγκαία. Με τεκμηρίωση, συνέχεια και αίσθηση ευθύνης, διεκδικούμε ένα θεσμικό περιβάλλον που θα αναγνωρίζει τον τουρισμό όχι ως ευκαιριακό πυλώνα ανάπτυξης, αλλά ως θεμέλιο της παραγωγικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας» ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: eurokinissi)