Κρήτη: SOS για την επάρκεια τροφίμων

Με «αφοπλισμό» στον παραγωγικό τομέα απειλείται σήμερα η Κρήτη, με τους κτηνοτρόφους της κυρίως, αλλά και άλλους παραγωγικούς φορείς, να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, μπροστά στην κρίση της ενέργειας, των ζωοτροφών και του πολέμου.

Η αντίστροφη μέτρηση, με τα σημαντικότερα προϊόντα μας να μειώνονται επικίνδυνα λόγω της γενικότερης αδυναμίας των αγροτών να ανταπεξέλθουν στο τεράστιο κόστος παραγωγής, φαίνεται πως έχει αρχίσει.

Μπορεί, δηλαδή, να άντεξε ο παραγωγικός πλούτος της Κρήτης στα χρόνια των μνημονίων και στην κρίση του ευρώ, αλλά οι μετέπειτα κρίσεις, όπως του κορωνοϊού, η ενεργειακή και η επισιτιστική, έρχονται να πλήξουν και την παραγωγή του τόπου μας, αφαιρώντας «όπλα» που διατηρούσαμε ως προς τις υψηλές παραγωγές στο αρνί και στο κατσίκι, στο κοτόπουλο και στα αβγά, ή ακόμη και στο ελαιόλαδο και τα οπωροκηπευτικά, αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα.

Μέχρι το 2020, η Κρήτη κατάφερνε να καλύπτει τις δικές της ανάγκες αλλά ακόμα και τις ανάγκες ενός μεγάλου μέρους του λαού μας. Σήμερα;

Αξιοσημείωτα είναι τα στοιχεία του Αυγούστου του 2020. Ο πρόεδρος του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Αλέκος Στεφανάκης, έλεγε στην εφημερίδα μας: «Εδώ στο νησί μας, ευτυχώς, η εξέλιξη του τουρισμού δεν ισοπέδωσε τον πρωτογενή τομέα. Ο πρωτογενής τομέας της Κρήτης είναι εξαγωγικού προσανατολισμού. Ζωντανό παράδειγμα είναι τα κηπευτικά και το ελαιόλαδό μας. Όπου μπορεί να μην είναι οργανωμένο το σύστημα στην εμπορία, όμως τώρα βλέπουμε διαρκώς να ανεβαίνει το σύστημα στη μεταποίηση. Ασφαλώς θα αρχίσει να εξελίσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η οινοποίηση των σταφυλιών. Και ασφαλώς είναι ένα κομμάτι της αιγοπροβατοτροφίας που πραγματικά χαρακτηρίζεται από εκσυγχρονισμό πολύ υψηλού βαθμού. Και φέρνει την Κρήτη σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας. Και όλα αυτά, σε συνδυασμό με τους άλλους κλάδους που εξελίσσονται, έρχονται να συμμετάσχουν σημαντικά στην οικονομία του τόπου».

Το ποσοστό επάρκειας

Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας είχε δώσει, τότε, ο πρόεδρος του Π.Κ. του ΓΕΩΤΕΕ, στα αιγοπρόβατα ήμασταν ακόμα πλεονασματικοί.

«Χιλιάδες αρνιά και τόνοι τυριά φεύγουν προς άλλες περιοχές της χώρας ή του εξωτερικού. Σε αυτά τα είδη είμαστε αυτάρκεις. Και οι αιγοπροβατοτρόφοι, εάν είχαν το κίνητρο της τιμής, θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του κρητικού λαού σε κρέας, ακόμα και αν σταματούσαν οι Κρητικοί να καταναλώνουν άλλα είδη κρέατος. Η αυτάρκειά μας στα αιγοπρόβατα σήμερα είναι στο 150% έως και 200%».

Επίσης, είχαμε και στο κουνέλι κάλυψη των αναγκών της Κρήτης κατά 100%, στα κοτόπουλα γύρω στο 50% και στα αβγά 100%. Στο μέλι η αυτάρκειά μας έφτανε το 300% τη χρονιά του 2020.

«Τα προβλήματά μας είναι στο χοιρινό, όπου η επάρκειά μας δεν ξεπερνάει το 15%, και στα βοοειδή ούτε 5%». Και για τα οπωροκηπευτικά της Κρήτης, ο ίδιος διευκρίνισε πως, αν δε γίνονται εξαγωγές, η παραγωγή τους είναι τόσο μεγάλη, που σε επίπεδο Κρήτης θα ήταν πλεονασματικά και δε θα μπορούσαν να πουληθούν.

Στο ελαιόλαδο, ωστόσο, μέχρι και σήμερα προφανώς μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε απόλυτο βαθμό.

Αντίστοιχα, σε πανελλαδικό επίπεδο, με βάση τα στοιχεία του 2020, η επάρκειά μας έφτανε: στα κοτόπουλα σε ποσοστό άνω του 100%, στα αβγά στο 100%, στα αιγοπρόβατα στο 100%, στο χοιρινό γύρω στο 35%, στο βοδινό γύρω στο 15 με 20%, στο μέλι πάνω από 100%, ενώ στα ψάρια και στις ιχθυοκαλλιέργειες η Ελλάδα ήταν πάντοτε χώρα εξαγωγική.

Έχουμε ελαιόλαδο αλλά τρώμε σπορέλαια

Στην εφημερίδα «Νέα Κρήτη», τη χρονιά εκείνη, ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανόλης Γιαννούλης, είχε προφητικά δηλώσει: «Στην Ελλάδα, πριν από 30 με 35 χρόνια που απαγορευόταν η εισαγωγή σπορέλαιων και επιτρεπόταν η κατανάλωση μόνο των εγχώριων παραγόμενων λαδιών (πολύ λίγα ηλιέλαια από τον ηλιόσπορο υπήρχαν στη Θράκη και βαμβακέλαια από το βαμβάκι), η κατανάλωση του ελαιολάδου ήταν 20 κιλά κατά κεφαλή. Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι τα 10 εκατομμύρια των Ελλήνων κατανάλωναν 200.000 τόνους ελαιολάδου. Η Ελλάδα στην καλή της χρονιά παράγει 400.000 τόνους. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η χώρα μας πρέπει να πουλήσει το πλεόνασμα του ελαιολάδου της στο εξωτερικό. Άρα από πλευράς λιπαρών ουσιών, εάν ο Έλληνας πει ότι “εγώ καταναλώνω μόνο ελαιόλαδο και δεν τρώω σπορέλαια”, βεβαίως και το παραγόμενο ελαιόλαδο της χώρας μας υπερεπαρκεί».

Η μελέτη του 2010 – Αυτάρκης μέχρι τα μνημόνια

Τη χρονιά του 2015, η πάλαι ποτέ ΠΑΣΕΓΕΣ δίνει στη δημοσιότητα στοιχεία αυτάρκειας της χώρας μας σε βασικά αγροτικά διατροφικά προϊόντα σε ποσοστό 94%. Μέχρι πότε; Μέχρι το 2010, πριν μπει δηλαδή η Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μελέτη της ΠΑΣΕΓΕΣ, που είχε γίνει το 2010, αλλά παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2015, έδειχνε οριακή αύξηση της αγροτικής παραγωγής κατά 2% μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια.

Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, παρουσιάστηκαν στοιχεία, όπως:

  • Στη φυτική παραγωγή, αυτάρκεια 99% κατά μέσο όρο. Διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου. Το μικρότερο ποσοστό εντοπίζεται στο μαλακό στάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171%).
  • Στα εσπεριδοειδή τη μεγαλύτερη αυτάρκεια παρουσιάζουν τα πορτοκάλια (167%), ενώ στα λεμόνια περιορίζεται στο 67%.
  • Στα φρούτα, η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%), ενώ χαμηλή διαπιστώνεται στον κλάδο των οσπρίων (39%).
  • Στη ζωική παραγωγή, το ποσοστό αυτάρκειας ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 73%.
  • Στο κρέας καταγράφεται αυτάρκεια 56%, με το μικρότερο ποσοστό στο βόειο κρέας (30%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο (94%). Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊόντων, η φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147% υπερβαίνει τον μέσο όρο της κατηγορίας, που κυμαίνεται στο 80%. Στο μέλι και στα αβγά, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας 92% και 91% αντίστοιχα.

ΠΗΓΗ: neakriti. gr

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί