Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Όμιλος Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης με θέμα «Δικαιοσύνη -Οικονομία- Ανάπτυξη», ανέφερε ότι «η εμπειρία των τελευταίων ετών μάς διδάσκει ότι η έγκαιρη και προβλέψιμη απονομή της Δικαιοσύνης ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αύξηση των επενδύσεων και βιώσιμη ανάπτυξη».
Ακόμη, ο κ. Στουρνάρας στην ομιλία του, μεταξύ των άλλων, ανέφερε: «Τα τελευταία χρόνια, η ποιότητα των θεσμών γενικά απασχολεί ολοένα περισσότερο την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία αλλά και τις συζητήσεις πολιτικής διεθνώς, ως καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής ευημερίας ενός έθνους. Μεταξύ των θεσμών που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, καθώς από αυτό εξαρτάται η επιβολή του νόμου και συνεπώς η προστασία των επενδυτών και των δικαιωμάτων τους» και προσέθεσε: «Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τελευταία, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα δικαστικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι δείκτες “Κράτος Δικαίου” (Rule of Law) της Παγκόσμιας Τράπεζας και του World Justice Project, που παρακολουθούνται στενά από διεθνείς οργανισμούς και οίκους αξιολόγησης, κατατάσσουν την Ελλάδα σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών είναι πολύ πιο χρονοβόρες σε σχέση με το μέσο χρόνο που απαιτείται για την επίλυση διαφορών στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε παράγοντες που επηρεάζουν την πλευρά τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς».
Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε: «Η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας κατέδειξε ότι η χαμηλή αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος και η αδυναμία ταχείας εκδίκασης υποθέσεων αφερεγγυότητας έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες συνεπάγονται παράταση εκκρεμοτήτων, καθώς σημαντικός αριθμός υποθέσεων παραμένουν για χρόνια ανοιχτές και δεσμεύουν κεφάλαια που δεν μπορούν να επανενταχθούν στην οικονομία. Την ίδια στιγμή, όσο καθυστερεί η εκκαθάριση επιχειρήσεων που πτώχευσαν αλλά και η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και γενικά οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, η αξία ακινήτων ή άλλων εξασφαλίσεων φθίνει, μειώνοντας την πιθανότητα ανάκτησης για τις τράπεζες. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά που θα μπορούσαν να επανέλθουν σε βιώσιμη ρύθμιση χάνουν αυτή τη δυνατότητα, καθώς τα χρέη τους διογκώνονται και η χρηματοοικονομική τους θέση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες βλέπουν τους ισολογισμούς τους να επιβαρύνονται και την ικανότητά τους να χορηγήσουν νέα δάνεια να περιορίζεται. Έτσι, η αποκλιμάκωση του ιδιωτικού χρέους καθυστερεί, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται η κατανάλωση, η επενδυτική δαπάνη και, τελικά, η ανάπτυξη».
Ιωάννης Μπούγας
Παράλληλα, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, ανέφερε ότι «η υπερβολική βραδύτητα δεν είναι απλώς μια οργανωτική ανεπάρκεια, συνιστά κατ΄ ουσίαν παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, πλήττει κυρίως τους ασθενέστερους, ενώ επιδρά αρνητικά στην προσέλκυση των επενδύσεων, την επιχειρηματικότητα και κατ επέκταση την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας».
Ακόμα, ο κ. Μπούγας, είπε ότι «η Δικαιοσύνη δεν είναι πεδίο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, αλλά διαλόγου, συνεργειών και συνθέσεων για να επιτευχθεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση και να εξασφαλιστούν ουσιαστικές και διαρκείς μεταρρυθμίσεις που θα υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και θα ενδυναμώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς» και προσέθεσε:
«Η Ελλάδα σε σχέση με τον πληθυσμό της διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό δικαστών σε σύγκριση με τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σύμφωνα με την έκθεση της CEPEJ, η μέση αναλογία δικαστών ανά 100.000 κατοίκους Ανέρχεται στο 36,5% έναντι 17,6% των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπη».
Επίσης, ο κ. Μπούγας αναφέρθηκε στις επεμβάσεις-τομές που έκανε το υπουργείο Δικαιοσύνης για την βελτίωση της εικόνας της Θέμιδας, επισημαίνοντας ότι «η βούληση της κυβέρνησης είναι η βελτίωση και επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, ώστε να καταστεί πυλώνας ευημερίας και ανάπτυξης» και προσέθεσε:
«Το υπουργείο Δικαιοσύνης με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις και μέτρα για το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αξιοποιώντας σημαντικά κονδύλια που για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος δίδει για Δικαιοσύνη».
Τέλος, ο κ. Μπούγας, ανέφερε ότι «εργαζόμαστε ώστε στο τέλος του 2027 ο χρόνος έκδοσης τελεσίδικης απόφασης στη χώρα μας να πλησιάζει το μέσον όρο των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή 700 περίπου ημέρες από 1.492 που απαιτούνται σήμερα με βάση τα στοιχεία του Cepej του 2022».
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Παν. Τσιμπούκης / photo: intime)