Όπως υποστηρίζει, εισάγεται ένα «εμπροσθοβαρές» δικονομικό σύστημα με το οποίο «αφενός επιβαρύνονται οι πολίτες με πρόσθετα οικονομικά και δικονομικά εμπόδια, δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω την πρόσβασή τους στο δικαστήριο και αφετέρου επιφορτίζουν τους δικαστές με γραφειοκρατικά καθήκοντα, αποσπώντας τους από το δικαιοδοτικό τους έργο».
Ειδικότερα, η ΕΔΔ πραγματοποίησε έκτακτη γενική συνέλευση με αφορμή το σχέδιο αναθεωρημένου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και σε ψήφισμά της αναφέρει σύμφωνα με το περιεχόμενό του ότι «ο διάδικος μέσα σε 20 ημέρες από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος οφείλει να το επιδώσει στους καθ’ ων στρέφεται (επισημαίνουμε ότι σε περίπτωση μη επίδοσης ή εκπρόθεσμης επίδοσης το ένδικο βοήθημα τίθεται στο αρχείο) και εν συνεχεία εντός 30 ημερών να καταθέσει τα νομιμοποιητικά έγγραφα (εφόσον το υπογράφει δικηγόρος, άρθρο 26 ΚΔΔ), καθώς και να καταβάλει το οφειλόμενο παράβολο (άρθρο 286 ΚΔΔ)».
Παράλληλα, ΕΔΔ ζητεί «τη συμμετοχή εκλεγμένου εκπροσώπου των διοικητικών δικαστών (ήτοι, μέλους του Δ.Σ. της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών) σε κάθε διαδικασία».
Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση της ΕΔΔ, μεταξύ των άλλων, αναφέρει:
«Η προτεινόμενη διαδικασία δύναται να οδηγήσει σε δικονομικά απαράδεκτα για πολλούς λόγους. Επιπλέον, σύμφωνα με το εν λόγω σχέδιο, ο εισηγητής δικαστής αναγκάζεται, με τις παρούσες συνθήκες υποστελέχωσης των δικαστηρίων, να αφιερώνει χρόνο που δεν διαθέτει -εγκαταλείποντας το δικαιοδοτικό του έργο- προκειμένου να θεραπεύει τις πλημμέλειες της κλήτευσης, να επικοινωνεί με τους διαδίκους, να αποστέλλει ηλεκτρονικά μηνύματα και να διαχειρίζεται τα αιτήματα παράτασης προθεσμιών για την προσκόμιση των νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία, εξάλλου, μπορεί να έχουν καταστεί ανεπίκαιρα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης, λόγω μεταβολών, όπως θάνατος διαδίκου ή πληρεξουσίου, αλλαγή νόμιμου εκπροσώπου ή πτώχευση εταιρείας.
Ομοίως, όλη αυτή η προεργασία του εισηγητή μπορεί να αποβεί άσκοπη εάν η προσβαλλόμενη πράξη ανακληθεί ή αντικατασταθεί, όπως συμβαίνει συχνά σε κατηγορίες διαφορών.
Επίσης, καμία απειλή χρηματικής ποινής δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην εκπλήρωση της υποχρέωσης της Διοίκησης να αποστείλει φάκελο σε 30 ημέρες από την επίδοση του δικογράφου, αφού ο λόγος της μη προσκόμισης είναι η υποστελέχωση της δημόσιας διοίκησης.
Θεωρούμε ότι μια τέτοια μεταρρύθμιση όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του ανθρώπινου δυναμικού και των υλικοτεχνικών υποδομών των Δικαστηρίων και της Διοίκησης (οργανικά κενά, έλλειψη υπαλλήλων και επίκουρων, ανεπαρκείς χώροι εργασίας κ.λπ.), αλλά ούτε παρίσταται αναγκαία.
Αφενός, ο ισχύων Κώδικας, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα εφαρμογής του, έχει αποδειχθεί συνεκτικό, ανθεκτικό στον χρόνο και αποδεδειγμένα λειτουργικό νομοθέτημα, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της διοικητικής δίκης. Αφετέρου, σύμφωνα με τις εκθέσεις της CEPEJ και τους Πίνακες Αποτελεσμάτων της ΕΕ στον Τομέα της Δικαιοσύνης (EU Justice Scoreboard) για το έτος 2023, οι δύο βασικοί δείκτες αποδοτικότητας καταδεικνύουν ότι στην Ελλάδα οι διοικητικές υποθέσεις του πρώτου βαθμού απαιτούν κατά μέσο όρο 439 ημέρες (έναντι 322 ημερών του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και ότι το ποσοστό εκκαθάρισης φτάνει το 121%, γεγονός που αποδεικνύει ότι το σύστημα όχι μόνο ανταποκρίνεται, αλλά υπερβαίνει τις εισερχόμενες υποθέσεις. Αντιθέτως, τυχόν τήρηση του θεσμού του εισηγητή θα επιφέρει επιβράδυνση του ρυθμού αυτού.
Για τον λόγο αυτό, ζητούμε το αυτονόητο: τη συμμετοχή εκλεγμένου εκπροσώπου των Διοικητικών δικαστών (ήτοι, μέλους του Δ.Σ. της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών) σε κάθε διαδικασία.
Να προηγηθεί ουσιαστική και εκτεταμένη διαδικασία διαβούλευσης, προκειμένου να διατυπωθούν οι απόψεις όλων των εμπλεκομένων θεσμικών παραγόντων: της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, των Δικηγορικών Συλλόγων, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά και της Ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η απουσία μιας τέτοιας ευρείας θεσμικής συμμετοχής δεν συνάδει με τη βαρύτητα της προτεινόμενης μεταρρύθμισης, ούτε με τις αρχές της θεσμικής συνέχειας που πρέπει να διέπουν κάθε εγχείρημα επέμβασης σε κωδικοποιητικό έργο».
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Παν. Τσιμπούκης / photo: eurokinissi)