Ως γνωστόν, η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο, που πραγματοποιήθηκε στην Χάγη, ολοκληρώθηκε με μια συλλογική δέσμευση για αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Αυτός ο τολμηρός στόχος, που υπερβαίνει κατά πολύ το τρέχον όριο του 2%, σηματοδοτεί μια νέα εποχή στρατιωτικοποίησης στην Δύση, αντανακλώντας τις ανησυχίες για μια ταχέως μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη, όπως σημειώνεται.
Πλέον μαζί με την Ρωσία δειλά-δειλά στο στόχαστρο μπαίνει η Κίνα, η οποία λόγω του τεράστιου πληθυσμού της δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως. Ενώ ο «Δράκος» απουσίαζε αισθητά από την τελική διακήρυξη της συνόδου κορυφής, το φάντασμα του ασιατικού γίγαντα υψωνόταν έντονα πάνω από το γεγονός. Η παράλειψη φαίνεται να είναι τακτική παρά στρατηγική – μια ελαφρώς συγκαλυμμένη προσπάθεια αποφυγής κλιμάκωσης των εντάσεων και καθώς τα μέλη του ΝΑΤΟ εντείνουν την ρητορική και τις στρατιωτικές προετοιμασίες που στοχεύουν σαφώς στον περιορισμό του Πεκίνου, όπως εκτιμάται.
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, χρησιμοποίησε το περιθώριο της συνόδου κορυφής για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την «μαζική στρατιωτική ανάπτυξη» της Κίνας, σχολιάζεται. Απηχώντας την πλέον γνωστή δυτική αφήγηση, ο Ρούτε συνέδεσε την Κίνα – μαζί με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα – με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατηγορώντας το Πεκίνο ότι υποστηρίζει τις πολεμικές προσπάθειες της Μόσχας.
Οι σχέσεις ΝΑΤΟ-Κίνας, κάποτε περιορισμένες και ως επί το πλείστον συμβολικές, είναι πλέον τεταμένες σε σημείο σχεδόν εχθρότητας. Ο πρώτος Κινέζος εκπρόσωπος επισκέφθηκε την έδρα του ΝΑΤΟ το 2002 και οι δύο πλευρές συνεργάστηκαν σε επιχειρήσεις κατά της πειρατείας στον Κόλπο του Άντεν μετά το 2008. Έκτοτε, ωστόσο, η σχέση έχει διαβρωθεί εν μέσω εντεινόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού και αποκλινουσών φιλοσοφιών ασφαλείας.
Το Πεκίνο έχει γίνει ολοένα και πιο έντονο στην κριτική του. Οι κινεζικές αρχές αντέδρασαν έντονα στις παρατηρήσεις του Ρούτε στη Χάγη, κατηγορώντας το ΝΑΤΟ ότι διαδίδει παραπληροφόρηση σχετικά με τη στάση της Κίνας στην Ουκρανία και ότι συγχέει το ζήτημα της Ταϊβάν – το οποίο το Πεκίνο επιμένει ότι είναι καθαρά εσωτερικό ζήτημα – με έναν πόλεμο μεταξύ κρατών. Κινέζοι αξιωματούχοι τόνισαν ότι ο ρόλος του ΝΑΤΟ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού είναι ανεπιθύμητος και αποσταθεροποιητικός, θεωρώντας την συμμαχία ως ένα λείψανο του Ψυχρού Πολέμου που τώρα έχει επαναχρησιμοποιηθεί για να διατηρήσει την κυριαρχία των ΗΠΑ και να περιορίσει την άνοδο της Κίνας.
Για την Κίνα, το ΝΑΤΟ δεν είναι απλώς μια στρατιωτική συμμαχία, αλλά ένα πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται από την Ουάσινγκτον για να περιορίσει τη συνεργασία της Ευρώπης με το Πεκίνο. Από αυτή την οπτική γωνία, οι ανατολικές φιλοδοξίες του ΝΑΤΟ απειλούν να εκτροχιάσουν τις δυνατότητες για εποικοδομητική συνεργασία Κίνας-Ευρώπης, αντικαθιστώντας τες με διχόνοια και δυσπιστία. Οι ανησυχίες της Κίνας δεν περιορίζονται στο ΝΑΤΟ. Μεταξύ των άλλων, η αναβίωση του Τετραμερούς Διαλόγου Ασφαλείας (QUAD) και ο σχηματισμός του AUKUS το 2021 – μιας τριμερούς συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας – έχουν εμβαθύνει τους φόβους του Πεκίνου για περικύκλωση.
Η συμφωνία AUKUS, βάσει της οποίας η Αυστραλία πρόκειται να παραλάβει πυρηνοκίνητα υποβρύχια από τις ΗΠΑ αξίας 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχει εισαγάγει ένα νέο και επικίνδυνο στοιχείο στη δυναμική της περιφερειακής ασφάλειας. Η Καμπέρα θα αποκτήσει ικανότητα επιθέσεων μεγάλου βεληνεκούς για πρώτη φορά και θα γίνει μόλις το δεύτερο έθνος – μετά το Ηνωμένο Βασίλειο – που θα αποκτήσει πρόσβαση στην τεχνολογία πυρηνικής πρόωσης των ΗΠΑ. Αν και η κυβέρνηση Τραμπ έχει ξεκινήσει μια επίσημη αναθεώρηση της AUKUS, λίγοι αναμένουν σημαντικές αλλαγές. Αντίθετα, η συμφωνία είναι πιθανό να ενισχύσει τη στρατιωτικοποίηση της περιοχής και να αυξήσει τον κίνδυνο διάδοσης των πυρηνικών όπλων.
Σε αντίθεση με την προσέγγιση του ΝΑΤΟ που βασίζεται σε μπλοκ, η Κίνα προωθεί ένα περιφερειακό πλαίσιο ασφάλειας που βασίζεται στην πολυμέρεια, την συμπερίληψη και τον διάλογο, όπως τονίζεται.
Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ μπορεί να απέφυγε να κατονομάσει την Κίνα, αλλά απέτυχε να αποκρύψει την πραγματικότητα της αυξανόμενης αντιπαράθεσης. Ενώ η συμμαχία διπλασιάζει τις στρατιωτικές δαπάνες και επεκτείνει την στρατηγική της εμβέλεια στην Ασία, ο Παγκόσμιος Νότος και ορισμένα βασικά κράτη της Ασίας-Ειρηνικού φαίνονται ολοένα και πιο επιφυλακτικά απέναντι στις παγκόσμιες φιλοδοξίες του ΝΑΤΟ.
Καθώς ο κόσμος βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σταυροδρόμι, εμφανίζονται δύο αντικρουόμενα οράματα για την διεθνή ασφάλεια. Από τη μία πλευρά, το ΝΑΤΟ και οι εταίροι του υποστηρίζουν μια «τάξη βασισμένη σε κανόνες» που υποστηρίζεται από στρατιωτικές συμμαχίες και αποτροπή. Από την άλλη, η Κίνα μαζί με την Ρωσία και τους υπόλοιπους προσφέρουν ένα μοντέλο που βασίζεται στην πολυπολικότητα, την πολυμερή συνεργασία, την οικοδόμηση συναίνεσης και τον αμοιβαίο σεβασμό.
Η επιλογή, ολοένα και περισσότερο, δεν είναι μεταξύ Ανατολής και Δύσης – αλλά μεταξύ αντιπαράθεσης και συνύπαρξης, όπως επισημαίνεται. Δεν αποκλείεται το ένα μοντέλο να απορροφήσει το άλλο. Ή ακόμα και το ένα μοντέλο να παρουσιάζεται έτσι αρνητικό, προκειμένου να οδηγήσει τον υπόλοιπο πλανήτη στον άλλον. Το θέμα είναι πως όσες χώρες ζουν υπό την επιθετική πολιτική του ΝΑΤΟ και την στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, κατά τα φαινόμενα θα οδηγηθούν σε ακόμα πιο άσχημες οικονομικές καταστάσεις.
Από την άλλη, σίγουρα υπάρχει η βούληση να εκλεχθεί η αχανής Κίνα, κάτι που μοιάζει απίθανο. Αν η Δύση επιμείνει σε αυτό το μοντέλο, παράλληλα με την πολιτική κατά της Ρωσίας, τότε δεν αποκλείεται τα πράγματα να διολισθήσουν ακόμα και σε μεγάλη σύγκρουση.