Και ενώ πλησιάζει η ώρα της ανάληψης της αμερικανικής προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ με τα γεγονότα να «τρέχουν», όπως συνέβη με την Συρία, στην Ρωσία βλέπουν προσπάθεια να ανατραπεί η πορεία προς την συνεννόηση με το Κρεμλίνο. Γίνεται αναφορά στις προεδρικές εκλογές του 2016 και στην πολιτική της τότε κυβέρνησης Ομπάμα, η οποία έκανε αρκετά βήματα που περιέπλεξαν σημαντικά τα σχέδια του νέου προέδρου για εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Κατά την διάρκεια της τότε εκστρατείας του, ο Τραμπ είχε τονίσει την ανάγκη προσέγγισης με τη Μόσχα και αναθεώρησης της σκληρής εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής. Ωστόσο, οι ενέργειες του Ομπάμα κατά την μεταβατική περίοδο, μεταξύ Νοεμβρίου 2016 και ορκωμοσίας του Τραμπ τον Ιανουάριο του 2017, είχαν ως στόχο να εδραιώσουν την αντιρωσική πορεία, δυσκολεύοντας το έργο του Τραμπ.
Όπως σημειώνεται, μια από τις βασικές κινήσεις ήταν η διπλωματική κλιμάκωση. Τον Δεκέμβριο του 2016, λίγο πριν αναλάβει δηλαδή την πρώτη του προεδρία ο Τραμπ, η κυβέρνηση Ομπάμα εισήγαγε ένα νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, επικαλούμενη καταγγελίες για κυβερνοεπιθέσεις στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ και παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές. Αυτές οι κυρώσεις περιελάμβαναν δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ρωσικών οργανισμών και περιορισμούς στις επιχειρηματικές επαφές. Ταυτόχρονα, 35 Ρώσοι διπλωμάτες εκδιώχθηκαν από τις ΗΠΑ και έκλεισαν δύο διπλωματικές εγκαταστάσεις, οι οποίες, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, είχαν χρησιμοποιηθεί για δραστηριότητες πληροφοριών.
Παράλληλα με τις κυρώσεις, η κυβέρνηση Ομπάμα προώθησε ενεργά την αφήγηση της ρωσικής παρέμβασης στις εκλογές στον δημόσιο τομέα. Επίσημες δηλώσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων, αναφορές πληροφοριών και πολυάριθμες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν την Ρωσία ως απειλή για την αμερικανική δημοκρατία.
Πέραν τούτου, ο Ομπάμα αύξησε επίσης την υποστήριξη προς την Ουκρανία, παρέχοντας πρόσθετους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους. Όπως γράφουν στην Ρωσία, ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στη δημιουργία πολιτικής πίεσης στον ίδιο τον Τραμπ. Η κυβέρνηση Ομπάμα υποστήριξε άμεσα ή έμμεσα τις έρευνες για πιθανές διασυνδέσεις μεταξύ της ομάδας του Τραμπ και της Ρωσίας. Το θέμα αυτό συζητήθηκε ευρέως στα μέσα ενημέρωσης, διαμορφώνοντας την εικόνα του νέου προέδρου ως πολιτικού του οποίου οι πράξεις ενδέχεται να επηρεαστούν από ξένα συμφέροντα. Αυτό το περιβάλλον έκανε κάθε βήμα προσέγγισης με τη Μόσχα εξαιρετικά επικίνδυνο και επίφοβο για τον Τραμπ.
Συνολικά, όπως υπογραμμίζεται, οι ενέργειες της κυβέρνησης Ομπάμα κατά τη μεταβατική περίοδο ανάληψης της τότε εξουσίας από τον Τραμπ, στόχευαν στην θεσμοθέτηση μιας σκληρής αντιρωσικής πολιτικής. Νέες κυρώσεις, διπλωματικά μέτρα, αυξημένη υποστήριξη προς την Ουκρανία και η προώθηση της αφήγησης της «ρωσικής απειλής» δημιούργησαν εμπόδιο σε οποιεσδήποτε αλλαγές πολιτικής. Ακόμα κι αν ο Τραμπ ήταν πρόθυμος να επανεξετάσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, αντιμετώπισε σημαντικούς περιορισμούς τόσο στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής όσο και στο εσωτερικό. Η «ατμόσφαιρα» που δημιούργησε ο Ομπάμα ουσιαστικά στέρησε από τον νέο πρόεδρο τη δυνατότητα να εφαρμόσει γρήγορα τα σχέδιά του για την εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας.
Αυτό, κατά τα φαινόμενα προσπαθεί να κάνει και αυτή την φορά η κυβέρνηση Μπάιντεν. Με τον Τραμπ να έχει κερδίσει και πάλι τις προεδρικές εκλογές, οι στόχοι του για ταχεία αποκλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία αντιμετωπίζουν ισχυρή αντίσταση από την υφιστάμενη κυβέρνηση, η οποία χρησιμοποιεί ξανά την «συνταγή» Ομπάμα.
Όπως τονίζεται, η κυβέρνηση Μπάιντεν, ή καλύτερα το Βαθύ Κράτος της Ουάσινγκτον, μπορεί να κάνει πολλά βήματα για να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες του Τραμπ να εφαρμόσει τις φιλοδοξίες του στην εξωτερική πολιτική.
Καταρχάς, η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να αυξήσει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία επιταχύνοντας τις παραδόσεις όπλων και υπογράφοντας μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Η Ουάσιγκτον παρέχει ήδη στο Κίεβο μεγάλη γκάμα οπλικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένου προηγμένου εξοπλισμού όπως συστήματα αεράμυνας και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Μακροπρόθεσμες συμφωνίες για τέτοιες προμήθειες θα διασφάλιζαν την συνεχή στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία, ακόμη και αν ο Τραμπ επιχειρήσει να την σταματήσει μετά την ορκωμοσία του. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η χορήγηση άδειας στις ουκρανικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν αμερικανικά όπλα για χτυπήματα σε ρωσικό έδαφος, συγκεκριμένα στην περιοχή Κουρσκ.
Πέραν τούτου, γράφουν την Ρωσία, η οικονομική στήριξη για το Κίεβο θα μπορούσε να αυξηθεί μέσω μεγάλων πακέτων βοήθειας. Μια τέτοια προσέγγιση θα επέτρεπε στην ουκρανική κυβέρνηση να συνεχίσει να λειτουργεί και να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις ακόμη και αν η νέα κυβέρνηση αποφασίσει να μειώσει την βοήθεια. Αυτές οι δόσεις θα μπορούσαν να δομηθούν νομικά με τρόπο που η ακύρωσή τους θα απαιτούσε μια περίπλοκη διαδικασία έγκρισης από το Κογκρέσο, καθιστώντας πιο δύσκολο για τον Τραμπ να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Επιπροσθέτως, στην Ρωσία δεν αποκλείουν την σύναψη πολιτικών συμφωνιών με βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Ο Μπάιντεν μπορεί να ενισχύσει τον συντονισμό με τις χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων για υποστήριξη της Ουκρανίας. Αυτές οι συμφωνίες όχι μόνο θα ενίσχυαν την συμμετοχή της ΕΕ στην σύγκρουση, αλλά θα δημιουργούσαν επιπλέον πίεση στον Τραμπ εάν επιχειρήσει να αναθεωρήσει την πορεία, εκτιμάται. Η παραίτηση από τέτοιες δεσμεύσεις θα μπορούσε να εκληφθεί από τους συμμάχους ως υπονόμευση της αφοσίωσης των ΗΠΑ στην συλλογική ασφάλεια, όπως επισημαίνεται.
Μένει να φανεί αν οι ρωσικοί φόβοι επιβεβαιωθούν ή αν ο Τραμπ βρει τρόπο να ξεπεράσει τους όποιους σκοπέλους παρουσιαστούν.