Η αρχαία Κυρήνη ιδρύθηκε το 631 π.Χ. από Θηραίους, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα αυτό από τη Θεσσαλή νύμφη που ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας, όταν την είδε να παλεύει με ένα λιοντάρι στα βουνά της Πίνδου.
Η Κυρήνη αποτελούσε σημαντικό τελετουργικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο και ήταν γνωστή για το Ιερό του Απόλλωνα.
Η ιταλική ομάδα έχει αποκαλύψει μέχρι στιγμής πέντε τάφους στην περιοχή, «αλλά ο πιο πρόσφατος τάφος ήταν ο πιο εκπληκτικός: περιείχε πέτρινους ταφικούς θαλάμους λαξευμένους στο βράχο με εξαιρετικά περίτεχνες αρχιτεκτονικές προσόψεις. Στο εσωτερικό, υπήρχαν ταφικές κόγχες ή μεγάλες πέτρινες σαρκοφάγοι, επίσης λαξευμένες στο βράχο», σύμφωνα με το πρακτορείο.
Η ομάδα βρήκε τα λείψανα τριών ενηλίκων και παιδιών θαμμένων στον τάφο. Ένας από τους αρχαιολόγους σημείωσε: «Είχαν μια πλούσια συλλογή από ταφικά αντικείμενα από αττική κεραμική και τοπικά κεραμικά, τα οποία υποδηλώνουν αριστοκρατική καταγωγή. Τα αντικείμενα συνοδεύονταν από πολυάριθμα αναθήματα, όπως πιάτα με λουλούδια και μικρά φιαλίδια που περιείχαν αρωματικά έλαια».
Ο αρχαιολόγος πρόσθεσε: «Σε κάθε έναν από αυτούς τους τάφους, βρήκαμε όμορφα αττικά κεραμικά κομμάτια από τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και μια λεπτοδουλεμένη κεφαλή μιας ταφικής θεότητας που αντιπροσωπεύει θεούς που πιστεύεται ότι συνοδεύουν τον νεκρό στη μετά θάνατον ζωή. Είναι συναρπαστικό το πώς οι κυρηναϊκές παραδόσεις που σχετίζονται με τις γυναικείες θεότητες -που συνδέονται με τον κάτω κόσμο- συγχωνεύτηκαν αρμονικά με τις ελληνικές πεποιθήσεις για τις θεές Περσεφόνη και Δήμητρα».
Ο αρχαιολόγος εξήγησε ότι όλα τα γλυπτά κεφάλια ήταν κατασκευασμένα από ελληνικό μάρμαρο που προερχόταν από την Πάρο, τη Νάξο ή την Αθήνα.
Η Ιταλίδα αρχαιολόγος υποστήριξε ότι πιθανότατα πρόκειται για οικογενειακούς τάφους, που ανήκουν σε τουλάχιστον τρεις γενιές της ίδιας οικογένειας. Σημείωσε, ωστόσο, ότι η τελική επιβεβαίωση θα προκύψει μέσω γενετικής ανάλυσης. Οι εξετάσεις DNA βρίσκονται σε εξέλιξη σε συνεργασία με τον φυσικό ανθρωπολόγο Alfredo Coppa -καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Sapienza και ερευνητικό συνεργάτη στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ- στο πλαίσιο ενός έργου χαρτογράφησης της γενετικής ιστορίας ολόκληρου του αρχαιολογικού χώρου.
Ο αρχαιολόγος πρόσθεσε: «Μερικοί από τους άνδρες φορούσαν στέμματα φτιαγμένα από ψημένες πήλινες χάντρες καλυμμένες με φύλλα χρυσού, με μικροσκοπικά χάλκινα ένθετα – ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι κοινωνικής διάκρισης και αριστοκρατικής θέσης». Ο τρίτος τάφος περιείχε τουλάχιστον έξι άτομα – τέσσερις ενήλικες και δύο παιδιά – ενώ ο μικρότερος τάφος περιείχε τα λείψανα μιας τριμελούς οικογένειας.
Δείτε ΦΩΤΟ ΕΔΩ
photo: pixabay