Χαρίλαος Τζάνης: Ο ξυλογλύπτης φύλακας της λαϊκής τέχνης που έφερε την Ήπειρο στην καρδιά της Αθήνας

Ανάμεσα σε ήχους κουδουνιών, μυρωδιές από ξύλο και σίδερο, ο Χαρίλαος Τζάνης επιμένει στην παράδοση και χαράζει τη δική του πορεία, εκεί όπου η λαϊκή τέχνη, συναντά την ψυχή του τόπου του, της Ηπείρου.

Κάθε αντικείμενο, κάθε εργαλείο, κουβαλά μια παράδοση αιώνων και συνεχίζει να ανασαίνει ακόμα, μέσα από τα χέρια του.

«Ο παππούς μου ήταν τεχνίτης», λέει με περηφάνια μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Τζάνης και εξηγεί πως, «ο παππούς μου ξεκίνησε, συνέχισε ο πατέρας μου, αλλά εγώ το κράτησα μόνος μου, στην αρχή σαν χόμπι. Ύστερα, όταν έμεινα χωρίς δουλειά, το έκανα επάγγελμα και σιγά σιγά, βγήκε από μέσα μου όλη αυτή η αγάπη για το ξύλο και τα παλιά παραδοσιακά εργαλεία».

Στο μικρό του πάγκο, στην Αθήνα όπου κάθε Σάββατο και Κυριακή στήνει τον δικό του κόσμο, βρίσκεις γκλίτσες, κομπολόγια, σταυρουδάκια, καραβάκια, κουδούνια, μασάτια, σφοντύλια, εργαλεία του περασμένου αιώνα, όλα σαν μικρά έργα τέχνης που κουβαλούν πάνω τους τον μόχθο και την ιστορία της υπαίθρου. «Τα παλιά εργαλεία τα συντηρώ, τα καθαρίζω με τα χέρια μου, με ειδικά υλικά μα πάνω από όλα με αγάπη. Είναι σίδερα σκουριασμένα από το 1800 μΧ, και τώρα λάμπουν. Για μένα είναι πραγματικά έργα τέχνης. Ήταν κάποτε εργαλεία της καθημερινότητας, τώρα είναι η μνήμη του τόπου μας», επισημαίνει.

Ο κ. Τζάνης δεν είναι απλώς τεχνίτης, είναι φύλακας πολιτισμού. Στο εργαστήριό του, κάθε αντικείμενο έχει φωνή: «Αυτό ένα παλιό μασάτι που το είχαν στα γιαταγάνια και με το οποίο ακόνιζαν τα σπαθιά, πρώτα το περνούσαν από την πέτρα, μετά από το μασάτι και στο τέλος από το δέρμα, ήταν σκουριασμένο και τώρα μοιάζει με καινούργιο. Αυτό είναι πολύ παλιό από λίμα και ράσπα. Έχω και ξύστρες, το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να ξύνουν τις σκάφες για το προζύμι», περιγράφει με ενθουσιασμό.

«Μια ξεχωριστή κατηγορία είναι οι κουδούνες. Κάθε ζωντανό έχει το δικό του κουδούνι. Για τα γίδια το κουδούνι είναι μικρότερο και φτιαγμένο με στεφάνι από λυγαριά και κορμό αγριόπουρνου για να μην είναι βαρύ. Αυτό εδώ είναι για τράγο, τα μεγαλύτερα για γελάδια, μουλάρια», εξηγεί, δείχνοντας τις διαφορές και σημειώνει ότι κάθε τόπος τα ονομάζει διαφορετικά, «στη Νάξο τα ονομάζουν ‘’βλάχα’’, άλλοι ‘’κυπρί’’, άλλοι κουδούνι και όλα είναι φτιαγμένα από σίδερο φτιαγμένα σε καμίνι. Το καθένα έχει ήχο, ψυχή. Οι ξένοι τα λατρεύουν, ίσως γιατί εκείνοι δεν έχουν πια τέτοια πράγματα. Παίρνουν ένα κουδούνι κι είναι σαν να παίρνουν ένα κομμάτι από την Ελλάδα».

Το ξύλο για εκείνον δεν είναι μόνο ύλη, είναι βίωμα. «Με το ξύλο ζούμε», λέει. «Είμαι πενήντα δύο χρόνων, και όλη μου η ζωή είναι εδώ. Δεν αλλάζει αυτό. Το ξύλο έχει φωνή, αν το ακούσεις, σε καθοδηγεί. Αν το πιέσεις, σε τιμωρεί». Δουλεύει με πουρνάρι, ελιά, δρυ, ξύλα που αγοράζει ακόμα και από εκεί που πουλάνε καυσόξυλα. «Βρίσκεις υλικό παντού, φτάνει να ξέρεις τι να ζητήσεις. Για να φτιάξεις κομπολόγια, θέλει υπομονή. Βγάζεις τις χάντρες μία μία, τις τρυπάς, τις περνάς με κερί. Δεν είναι δουλειά της μιας μέρας. Θέλει αγάπη», εκμυστηρεύεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Το βλέμμα του λάμπει όταν μιλά για τα παλιά εργαλεία. «Αυτό εδώ το σφοντύλι ήταν γεμάτο σκουριά, εκατό κιλά σκουριά είχε και τώρα λάμπει. Το σφοντύλι το χρησιμοποιούσαν για τη ρόκα, το αδράχτι που είχαν οι νοικοκυρές. Το πήρα, το καθάριζα, το έβλεπα να ξαναζεί. Κι είναι σαν να ξαναζεί κι ο μάστορας που το έφτιαξε».

Κάθε αντικείμενο στον πάγκο του, κουβαλάει κι ένα κομμάτι από την Ήπειρο, την πέτρα, τη βροχή, τη μυρωδιά του καμένου ξύλου, τον ιδρώτα των ανθρώπων που έζησαν απλά, αλλά τίμια όπως υπογραμμίζει. «Ασχολούμαι με κάτι που οι άλλοι το άφησαν πίσω. Για μένα έχει μεγάλη αξία. Κι αυτό με κρατάει όρθιο. Είναι τιμή να συντηρείς το παλιό, γιατί μέσα του υπάρχει ψυχή. Ένα καινούργιο δεν έχει την ίδια αξία».

Οι πελάτες του είναι Έλληνες αλλά και ξένοι που στέκονται στον πάγκο του και ρωτούν, φωτογραφίζουν και ενδιαφέρονται να μάθουν για τη λαϊκή τέχνη. Κάποιοι παίρνουν ένα κομπολόι, άλλοι ένα κουδούνι. Λίγοι καταλαβαίνουν ότι αυτό που κρατούν στα χέρια τους δεν είναι απλώς ένα σουβενίρ, αλλά ένα θραύσμα από τον χρόνο. Ο ίδιος γελάει όταν τον αποκαλούν καλλιτέχνη και δηλώνει: «Δεν είμαι καλλιτέχνης, είμαι συντηρητής της λαϊκής τέχνης, ξυλογλύπτης, ό,τι χρειάζεται είμαι, για να διατηρηθεί η παράδοση και η ιστορία μας. Δεν έχει σημασία το όνομα ή πώς με αποκαλούν. Σημασία έχει να μη χαθεί η τέχνη».

Στην εποχή της ταχύτητας και της ψηφιοποίησης, ο Χαρίλαος Τζάνης στέκει σαν σιωπηλός συνεχιστής μιας αλυσίδας που ξεκίνησε πριν από πολλές γενιές. Μέσα από τα χέρια του, το ξύλο θυμάται κι όσο εκείνος χαράζει, τρίβει, καθαρίζει, η Ήπειρος συνεχίζει να ανασαίνει, όχι στα βουνά της, αλλά στην καρδιά της Αθήνας.

Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου – ΑΠΕ-ΜΠΕ / photo: pixabay

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

ΠΑΡΑΞΕΝΑ

LATEST

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί