Σύμφωνα με πληροφορίες, η ομάδα της Ergon των αδερφών Δούζη, η οποία παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον όμιλο Φάις, βρίσκεται προς το παρόν στη φάση της αποτύπωσης και του σχεδιασμού, ώστε σταδιακά να εκκινήσει το πρότζεκτ, που θα παραδώσει εκ νέου στην πόλη της Θεσσαλονίκης ένα από τα αρχιτεκτονικά και ιστορικά «διαμάντια» της. Η αγορά είχε ανοίξει με ριζικά ανανεωμένο πρόσωπο στα τέλη του 2022, έπειτα από επένδυση του ομίλου Φάις για την πλήρη αναγέννησή της, ακριβώς έναν αιώνα μετά την έναρξη της κατασκευής της, το 1922.
Όταν ξεκινούσε η κατασκευή της Αγοράς, η Θεσσαλονίκη ήταν «μια άλλη πόλη»: πολυεθνική, με έντονο εβραϊκό στοιχείο, πολύγλωσση και έτοιμη να αναστηθεί από τις στάχτες της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917, που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της. Ο θεμέλιος λίθος της Αγοράς μπήκε σε σημείο της πυρίκαυστης ζώνης, όπου προβλεπόταν να δημιουργηθούν παζάρια (bazaars), με βάση τα σχέδια της ομάδας του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ. Προηγουμένως, στο συγκεκριμένο σημείο βρισκόταν το παλιό κέντρο θρησκευτικής και οικονομικής ζωής της πόλης (συναγωγή Ταλμούδ Τορά).
Τα σχέδια της στεγασμένης αγοράς έκανε ο Εβραίος αρχιτέκτονας Ελί Μοδιάνο, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Παρίσι -οι γαλλικές επιρροές στο έργο του είναι εμφανείς στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των εντυπωσιακών κτιρίων της Αγοράς, που βρίσκεται μεταξύ των οδών Ερμού και Βασιλέως Ηρακλείου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Όταν έμπαινε ο θεμέλιος λίθος της αγοράς, εν έτει 1922, ο οίκος των πανίσχυρων Μοδιάνο ήταν σε κρίση, όπως και συνολικά η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης: ο εβραϊκός αστισμός της πόλης υπολογίζεται ότι είχε αρχίσει να παρακμάζει από το 1911, με τα «ιερά τέρατα» της κοινότητας, τους Μοδιάνο και τους Αλλατίνι, να περιλαμβάνονται, στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, στους οίκους που ανέστειλαν τις πληρωμές τους, σκορπώντας τον πανικό στους πιστωτές τους. Η δε χολέρα που χτύπησε τη Θεσσαλονίκη, την ίδια περίπου εποχή, είχε δείξει «ιδιαίτερη προτίμηση στο εβραϊκό προλεταριάτο της», σύμφωνα με στοιχεία από το βιβλίο του Ε.Α.Χεκίμογλου, «Υπόθεση Μοδιάνο- Τραπεζικό κραχ στη Θεσσαλονίκη το 1911» (Θεσσαλονίκη 1991).
Οι Μοδιάνο, λοιπόν, ήταν σε κρίση. Παρόλα αυτά, στην καθομιλουμένη, το όνομα του Οίκου τους κατάφερε να εξουδετερώσει εκείνο που ήταν γραμμένο, με κεφαλαία, ευδιάκριτα γράμματα, στο μέτωπο του συγκροτήματος της Αγοράς: «ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΤΟΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ». Μέχρι τις μέρες μας, δεκαετίες μετά, ουδείς Θεσσαλονικιός λέει: “θα πάω στην κεντρική στοά τροφίμων”. Η αγορά είναι ακόμη γνωστή με το όνομα των Μοδιάνο, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι τα κτίρια συχνά κουβαλούν την ιστορία των αρχικών ιδιοκτητών τους.
Στα εγκαίνια της Αγοράς Μοδιάνο, που λειτούργησε κανονικά το 1930, οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της κατασκευής της, το μενού ήταν πλούσιο, αλλά «δύο ταχυτήτων», διαφορετικό για τους πλούσιους και τους φτωχούς. Αναλόγως κοινωνικής τάξης, στους επισκέπτες προσφέρθηκαν είτε σαμπάνια και χαβιάρι είτε ρακή κι αβγά τυλιγμένα σε κρεμμύδια.
Μνήμες από μια άλλη εποχή
Πάνω από δέκα χρόνια πριν, το ΑΠΕ-ΜΠΕ είχε συνομιλήσει με τη γεννηθείσα το 1937 Κυριακή Τσιντζόγλου, που ήταν παιδάκι ακόμη, όταν επισκεπτόταν το οπωροπωλείο του πατέρα της στην Αγορά Μοδιάνο, το οποίο είχε αρχίσει να λειτουργεί λίγο πριν από την Κατοχή. Στον δρόμο για το μαγαζί του Μυτιληνιού πατέρα, που είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη το 1939 με πέντε κόρες και έναν γιο, οι εικόνες ήταν πολύχρωμες και οι μυρωδιές έντονες, όπως θυμόταν η ίδια ή έχει ακούσει από τους παλαιότερους.
«Στην πλευρά της αγοράς προς τη Βασιλέως Ηρακλείου, οι Εβραίοι πουλούσαν αβγά τυλιγμένα σε κρεμμύδια, μέσα σε καλάθια ντυμένα με ύφασμα. Στην κοντινή πλατεία Άθωνος τηγάνιζαν πιπέρια» διηγείτο η Κυριακή Τσιντζόγλου, προσθέτοντας ότι απέναντι από το κατάστημα του πατέρα της, που αναπτυσσόταν – όπως λέει – σ΄ ένα αυθαίρετο κτίσμα, υπήρχε ένα ακόμη αυθαίρετο, που πουλούσε λάδι και λίγο πιο κει «σού έσπαγε τη μύτη» η μυρωδιά απ’ τα σουτζουκάκια που τηγανίζονταν. Πολλά από τα εμπορεύματα αυτά, είχε διηγηθεί, γίνονταν λεία των ταγματασφαλιτών στα «μαύρα» χρόνια της Κατοχής, κατά την οποία οι ταγματασφαλίτες έπαιρναν ό,τι ήθελαν από τα μαγαζιά στη Μοδιάνο τζάμπα, χωρίς να πληρώνουν.
Από κάποια χρόνια αργότερα, όταν ήταν μεγαλύτερη πια, ανακάλεσε και τις εικόνες από το Τμήμα Ηθών, που βρισκόταν τότε κοντά στην αγορά του Μοδιάνο. «Τα κορίτσια που ήταν άνω των 14 ετών, έπρεπε τότε να κυκλοφορούν με ταυτότητα, γιατί αλλιώς τις μάζευαν για εξακρίβωση στοιχείων μαζί με τις εκδιδόμενες κοπέλες πίσω απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ, που τότε βρισκόταν στην περιοχή του Συντριβανίου κοντά στο Άσυλο του Παιδιού. Όταν τις έφερναν στο Ηθών, απέναντι από το μαγαζί του πατέρα μου, οι χωροφύλακες δεν κατέβαζαν το “καπάκι” της καρότσας του φορτηγού και αυτές αναγκάζονταν να πηδήξουν από πάνω, με τρόπο που το κλος φουστάνια τους άνοιγαν και αυτοί καθόντουσαν και κοίταζαν» είχε καταλήξει η Κυριακή Τσιντζόγλου.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: