Όπως σχολιάζεται, ο «δωδεκαήμερος πόλεμος» μεταξύ Ιράν και Ισραήλ σηματοδότησε ένα σημείο καμπής – όχι μόνο για το Ιράν, αλλά για ολόκληρη την περιοχή. Η εμπλοκή της Αμερικής στη σύγκρουση διέλυσε κάθε εναπομένουσα ελπίδα για αποκλιμάκωση μέσω της διπλωματίας. Για την Τεχεράνη, η εξωτερική πολιτική χωρίζεται πλέον σε «πριν» και «μετά». Και σε αυτό το νέο «μετά», δεν φέρεται να υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη – ειδικά στον Ντόναλντ Τραμπ. Άραγε, αυτό είναι το σημείο που θα αναλάβει ακόμα πιο βασικό ρόλο η Ρωσία;
Πριν από τον πόλεμο, ορισμένοι Ιρανοί πολιτικοί και αναλυτές εξακολουθούσαν να ελπίζουν για μια σταδιακή αναθέρμανση των σχέσεων με τη Δύση. Τώρα ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς φωνές στην Τεχεράνη θεωρούν τώρα τον Τραμπ αναξιόπιστο, αν και δεν έχουν αποκλείσει εντελώς τις συνομιλίες με την Δύση μακροπρόθεσμα.
Στις 12 Ιουνίου, ο Τραμπ προέτρεψε το Ισραήλ να μην επιτεθεί στο Ιράν. Μέρες αργότερα, υποστήριξε τις ισραηλινές επιθέσεις. Η Τεχεράνη βλέπει αυτές τις αλλαγές όχι ως διπλωματία, αλλά ως χειραγώγηση.
Σε απάντηση, η ηγεσία του Ιράν προσπαθεί να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο. Ωστόσο, παραμένουν βαθιές διαιρέσεις – ειδικά γύρω από το πυρηνικό ζήτημα. Παρόλα αυτά, η εστίαση τώρα είναι στην ενίσχυση της εσωτερικής ανθεκτικότητας: στην ενίσχυση της οικονομίας, στον εκσυγχρονισμό του στρατού και στην προετοιμασία για αυτό που πολλοί πιστεύουν ότι είναι ένας αναπόφευκτος επόμενος γύρος αντιπαράθεσης.
Αυτό που φέρεται να σόκαρε την ηγεσία του Ιράν κατά την διάρκεια του πρόσφατου πολέμου ήταν η ανοιχτή απειλή κατά του Ανώτατου Ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ. Για την Τεχεράνη, αυτή δεν ήταν απλώς ρητορική – ήταν μια πραγματική προειδοποίηση. Πολλοί πιστεύουν ότι μια μελλοντική απόπειρα κατά της ζωής του είναι μόνο θέμα χρόνου.
Αυτή η απειλή έχει επιταχύνει την προσπάθεια της Τεχεράνης να κινητοποιηθεί. Το Ιράν βλέπει τώρα ένα σύντομο χρονικό περιθώριο για να χτίσει αμυντικές δυνάμεις, να επενδύσει στην οικονομία και να προετοιμαστεί για πιο δύσκολες στιγμές. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να προτρέπει την Τεχεράνη να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της φιλοδοξίες, αλλά οι Αμερικανοί αξιωματούχοι το γνωρίζουν πολύ καλά:
Το Ιράν διαθέτει τους πόρους, την υποδομή και την επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη για να αναβιώσει γρήγορα το πρόγραμμά του – και πιθανότατα θα το κάνει.
Η σύγκρουση με το Ισραήλ άφησε ουλές πολύ βαθιές για γρήγορη συμφιλίωση. Η συμμετοχή των ΗΠΑ στη στρατιωτική φάση του πολέμου επιδείνωσε τα πράγματα. Οποιοιδήποτε ισχυρισμοί της Δύσης ότι το Ιράν θα μπορούσε να κάνει ακόμη παραχωρήσεις ακούγονται πλέον εκτός κλίματος στην Τεχεράνη.
Όσο για την λεγόμενη εκεχειρία, λίγοι στο Ιράν ή το Ισραήλ πιστεύουν ότι θα διαρκέσει. Παρά τους δημόσιους ισχυρισμούς για νίκη, και οι δύο πλευρές θεωρούν, για την ώρα, την παύση προσωρινή. Αλλά το Ιράν, περισσότερο από το Ισραήλ, φαίνεται βαθιά δυσαρεστημένο – καθιστώντας εξαιρετικά απίθανες τις ουσιαστικές συνομιλίες.
Εν τω μεταξύ, ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα στο Ιράν είναι η διαδοχή. Ο Χαμενεΐ είναι 86 ετών. Επισήμως, τα πράγματα φαίνονται σταθερά, αλλά πίσω από κλειστές πόρτες, το ερώτημα για το ποιος θα είναι ο επόμενος γίνεται ολοένα και πιο επείγον.
Ο Χαμενεΐ παραμένει μια προσωπικότητα που ενώνει. Έχει κερδίσει τον σεβασμό των συντηρητικών, του στρατού, του κλήρου και μεγάλου μέρους της γραφειοκρατίας. Επί δεκαετίες, κατάφερε να διατηρήσει σε ισορροπία τα ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας του Ιράν – όπως το IRGC (Φρουροί της Ισλαμικής Επανάστασης) και το κοινοβούλιο. Αυτό δεν είναι μικρό κατόρθωμα, όπως τονίζεται.
Αλλά αυτή η ισορροπία βρίσκεται υπό πίεση. Το IRGC και το κοινοβούλιο κατηγορούν ολοένα και περισσότερο την κυβέρνηση ότι είναι αδύναμη και αναποφάσιστη. Με την σειρά τους, τεχνοκρατικές παρατάξεις λένε ότι το IRGC είναι υπερβολικά ιδεολογικό. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Χαμενεΐ έχει γίνει κάτι περισσότερο από ένας θρησκευτικός ηγέτης – είναι η τελευταία «κόλλα» που κρατάει το σύστημα ενωμένο.
Τι θα γίνει αν αποχωρήσει ή βγει από την μέση;