“Τι συνέβη όταν μια ολόκληρη χώρα σταμάτησε να κοιμάται;” γράφει η λεζάντα του βίντεο. Ο Δρ. Μάθιου Γουόκερ υπογραμμίζει ένα εντυπωσιακό φυσικό πείραμα: όταν η Ελλάδα τερμάτισε την εθνική της πολιτική για τη σιέστα, τα ποσοστά καρδιαγγειακών παθήσεων αυξήθηκαν απότομα—ειδικά στους εργαζόμενους άνδρες.
Αυτή η μετατόπιση δεν ήταν μόνο πολιτισμική – ήταν βιολογική. Ο απογευματινός ύπνος βοηθά στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, στη μείωση των ορμονών του στρες και στη βελτίωση της γνωστικής απόδοσης. Η αφαίρεση αυτής της περιόδου ανάπαυσης διατάραξε τον κιρκάδιο ρυθμό του πληθυσμού και την καρδιαγγειακή ανθεκτικότητα.
Όπως δήλωσε ο Δρ Μάθιου Γουόκερ: «Αν πήγαινες στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1980 και έκανες μια βόλτα στις πόλεις, έβλεπες στις βιτρίνες των μαγαζιών την πινακίδα “ανοιχτά από τις 10 έως τις 2 το μεσημέρι, κλειστά από τις 2 έως τις 5 και μετά ανοιχτά από τις 5 έως τις 10 το βράδυ” γιατί υπήρχε η καθιερωμένη η πρακτική της μεσημεριανής σιέστας».
«Αποφάσισαν να την καταργήσουν και ερευνητές του Χάρβαρντ είπαν, ας δούμε τι συμβαίνει, ποιες είναι οι συνέπειες. Εστίασαν σε καρδιαγγειακές νόσους και παρακολούθησαν τον ύπνο και την καρδιαγγειακή υγεία πάνω από 23.000 Ελλήνων. Βρήκαν ότι μέσα σε πέντε χρόνια αυξήθηκε κατά 37% η πιθανότητα καρδιακής προσβολής. Τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα στους άντρες, που ο κίνδυνος αυξήθηκε κατά 60%».
Στην μελέτη που έκαναν ερευνητές στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και στην Αθήνα ανέφεραν ότι οι Έλληνες που έκαναν τακτικές 30λεπτες σιέστες είχαν 37% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιακή νόσο σε διάστημα έξι ετών από εκείνους που δεν κοιμόντουσαν ποτέ τα μεσημέρια.
photo: pixabay